Του ΑΝΕΣΤΗ ΚΑΖΑΖΗ
«Είμαι ποιητής...και κανείς δεν πυροβολεί τους ποιητές»
Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα
Ισπανός θεατρικός συγγραφέας - ποιητής,
5 Ιουνίου 1998 - 19 Αυγούστου 1936
Απόβραδο σε πόλη άγνωστη. Προσπαθώ να ταιριάξω τα βήματά μου με αυτά των ντόπιων. Ανεπιτυχώς. Στον τρόπο που ανασηκώνουν το κεφάλι, διακρίνω καθαρά ότι αναγνωρίζουν τον ξένο. Πόρτες σπιτιών μιαν ανάσα η μια από την άλλη. Μεγάλα παράθυρα συντηρούν το φως. Φως Γρανάδας. Πριν λίγο κοντοστάθηκα, κοιτάζοντας ανώνυμα, την τριανταφυλλιά αγκιστρωμένη στην υδροροή να κερδίζει ύψος. Τώρα, το αγόρι που έστησε το ποδήλατο στον τοίχο και ξάπλωσε στα σκαλιά την κούραση του παιχνιδιού. Μέτα, τα φώτα που θα ανάψουν στα στενά. Φωτεινά όσο χρειάζεται, ώστε η ψυχή να βρίσκει θάρρος στο ημίφως. Οι ώρες που τα πράγματα χάνουν τον όγκο τους. Οι στιγμές που το βλέμμα γλυκαίνει, στο μεταίχμιο παρόντος και μνήμης. Λίγα μέτρα μπροστά μου, διακρίνω το προφίλ του. Λάθος. Υποθέτω πρώτα περισσότερο την παρουσία του. Στον κυματισμό των μαλλιών του πάνω απ' τον αυχένα πιθανολογώ πως είναι ο Φεδερίκο. Στο άτονο σφύριγμα του τραγουδιού, αναγνωρίζω την μελαγχολία του Γκαρθία. Κι όταν γυρίζει και με κοιτάζει, κάτω απ' τα τόξα των ματιών του διαβάζω καθαρά τον πόνο του Λόρκα. Ακινητοποιείται με την ευγένεια του ανθρώπου που περιμένει επισκέπτη. Σφυρίζει, λίγο πιο δυνατά την τελευταία νότα, λες και θέλει να μου δώσει χρόνο να θυμηθώ τους στίχους. «Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι. Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ, τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι». Χαμογελά. Παίρνει θέση στο πλάι μου και με μια κίνηση του χεριού προτρέπει να συνεχίσουμε την βόλτα. «Δεν έμαθα ποτέ ελληνικά», μου λέει. «Είχα για χρόνια στα αυτιά μου τον ήχο των λέξεών σας. Αλλά ποτέ δεν φανταζόμουν ότι κάποτε το όνομά μου θα γινόταν τίτλος σε ποίημα κι αργότερα τραγούδι». Χαμογελά. Υπερηφάνεια αναγνώρισης. Αυτοσαρκασμός. Λύπη για αυτό που πέρασε, για ευκαιρίες που χάθηκαν, για έρωτες που δεν εκμηστηρεύτηκαν το πάθος τους. Όλα εκεί, αποτυπωμένα σε μικρές γραμμές δίπλα στα χείλη.
«Δεν σε βρήκαμε ποτέ Γκαρθία» του ψιθυρίζω. «Σε αυτόν τον κόσμο, δεν υπάρχει ούτε ένα μέτρο χώμα με το όνομά σου. Πολλοί είναι αυτοί που θα 'θελαν, όχι μόνο στην θλίψη των επετείων, να αφήσουν ένα λουλούδι πάνω απ' το σώμα σου». Δεν χαμογελά. Κάνει μια να κοιτάξει τον ουρανό κι ύστερα αλλάζει γνώμη. «Δεν έχει πια καμία σημασία. Θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια τα πρόσωπα των εκτελεστών μου. Τις γρήγορες κινήσεις των δύο εργατών καθώς άνοιγαν τον λάκκο. Ίσως θυμάμαι και την τελευταία μου ανάσα σε αυτή την ζωή. Αλλά σου είπα. Όλα αυτά δεν έχουν πια καμία σημασία. Είναι δικά μου. Μόνο δικά μου. Μόνο όσα έγραψα έφυγαν από τα χέρια μου. Με εγκατέλειψαν, γιατί έτσι πρέπει. Τα ποιήματα επιζούν στην αυτονομία τους. Δεν χρειάζονται πατέρες δημιουργούς. Πολύ δε περισσότερο, δεν χρειάζονται τάφους. Έκανα λάθος στη ζωή μου. Ένα λάθος μικρό που τώρα διορθώνω. Έλεγα ότι "Είμαι ποιητής...και κανένας δεν πυροβολεί τους ποιητές". Λάθος. Τώρα πια πρέπει σωστά να το εκφράσω. "Είμαι ποιητής...και κανένας δεν πυροβολεί την ποίηση".
Σιώπησα. Πήρε κι αυτός να ξανασφυρίζει. Κράτησα τον ρυθμό του και πρόσθεσα τους στίχους. «Κάτω απ' τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια. Τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές». Κι εκείνη την στιγμή, σα να βρήκε δύναμη στα πόδια του ξεχασμένη από καιρό, άνοιξε βήμα, κάνοντας κίνηση με το χέρι πως θα ξαναγυρίσει.
Τον παρατηρούσα καθώς έστριβε στο στενό, με τις νότες να βγαίνουν απ' το στόμα του ολοστρόγγυλες. Καινούργιες, σα να γεννήθηκαν εκείνη την στιγμή. Γύρισα και είδα πάλι το αγόρι. Το ποδήλατο στον τοίχο. Μαζεμένα τα πόδια του στα σκαλιά να με κοιτάζει.
«Λοιπόν... πως σε λένε εσένα», ρώτησα. Κι εκείνο κατέβασε το κεφάλι λες και στο πλακόστρωτο ήταν γραμμένες όλες οι αλήθειες τούτου του κόσμου. «Φεδερίκο» μου είπε. «Και τι είναι αυτό που περιμένεις Φεδερίκο», ξαναρώτησα με πιο ήρεμη φωνή. «Τίποτα»,
μου είπε. Και καθώς άρχισα να απομακρύνομαι, ήξερα πως έλεγε την αλήθεια.
(Χανιώτικα νέα - 19/8/2013)
«Είμαι ποιητής...και κανείς δεν πυροβολεί τους ποιητές»
Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα
Ισπανός θεατρικός συγγραφέας - ποιητής,
5 Ιουνίου 1998 - 19 Αυγούστου 1936
Απόβραδο σε πόλη άγνωστη. Προσπαθώ να ταιριάξω τα βήματά μου με αυτά των ντόπιων. Ανεπιτυχώς. Στον τρόπο που ανασηκώνουν το κεφάλι, διακρίνω καθαρά ότι αναγνωρίζουν τον ξένο. Πόρτες σπιτιών μιαν ανάσα η μια από την άλλη. Μεγάλα παράθυρα συντηρούν το φως. Φως Γρανάδας. Πριν λίγο κοντοστάθηκα, κοιτάζοντας ανώνυμα, την τριανταφυλλιά αγκιστρωμένη στην υδροροή να κερδίζει ύψος. Τώρα, το αγόρι που έστησε το ποδήλατο στον τοίχο και ξάπλωσε στα σκαλιά την κούραση του παιχνιδιού. Μέτα, τα φώτα που θα ανάψουν στα στενά. Φωτεινά όσο χρειάζεται, ώστε η ψυχή να βρίσκει θάρρος στο ημίφως. Οι ώρες που τα πράγματα χάνουν τον όγκο τους. Οι στιγμές που το βλέμμα γλυκαίνει, στο μεταίχμιο παρόντος και μνήμης. Λίγα μέτρα μπροστά μου, διακρίνω το προφίλ του. Λάθος. Υποθέτω πρώτα περισσότερο την παρουσία του. Στον κυματισμό των μαλλιών του πάνω απ' τον αυχένα πιθανολογώ πως είναι ο Φεδερίκο. Στο άτονο σφύριγμα του τραγουδιού, αναγνωρίζω την μελαγχολία του Γκαρθία. Κι όταν γυρίζει και με κοιτάζει, κάτω απ' τα τόξα των ματιών του διαβάζω καθαρά τον πόνο του Λόρκα. Ακινητοποιείται με την ευγένεια του ανθρώπου που περιμένει επισκέπτη. Σφυρίζει, λίγο πιο δυνατά την τελευταία νότα, λες και θέλει να μου δώσει χρόνο να θυμηθώ τους στίχους. «Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι. Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ, τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι». Χαμογελά. Παίρνει θέση στο πλάι μου και με μια κίνηση του χεριού προτρέπει να συνεχίσουμε την βόλτα. «Δεν έμαθα ποτέ ελληνικά», μου λέει. «Είχα για χρόνια στα αυτιά μου τον ήχο των λέξεών σας. Αλλά ποτέ δεν φανταζόμουν ότι κάποτε το όνομά μου θα γινόταν τίτλος σε ποίημα κι αργότερα τραγούδι». Χαμογελά. Υπερηφάνεια αναγνώρισης. Αυτοσαρκασμός. Λύπη για αυτό που πέρασε, για ευκαιρίες που χάθηκαν, για έρωτες που δεν εκμηστηρεύτηκαν το πάθος τους. Όλα εκεί, αποτυπωμένα σε μικρές γραμμές δίπλα στα χείλη.
«Δεν σε βρήκαμε ποτέ Γκαρθία» του ψιθυρίζω. «Σε αυτόν τον κόσμο, δεν υπάρχει ούτε ένα μέτρο χώμα με το όνομά σου. Πολλοί είναι αυτοί που θα 'θελαν, όχι μόνο στην θλίψη των επετείων, να αφήσουν ένα λουλούδι πάνω απ' το σώμα σου». Δεν χαμογελά. Κάνει μια να κοιτάξει τον ουρανό κι ύστερα αλλάζει γνώμη. «Δεν έχει πια καμία σημασία. Θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια τα πρόσωπα των εκτελεστών μου. Τις γρήγορες κινήσεις των δύο εργατών καθώς άνοιγαν τον λάκκο. Ίσως θυμάμαι και την τελευταία μου ανάσα σε αυτή την ζωή. Αλλά σου είπα. Όλα αυτά δεν έχουν πια καμία σημασία. Είναι δικά μου. Μόνο δικά μου. Μόνο όσα έγραψα έφυγαν από τα χέρια μου. Με εγκατέλειψαν, γιατί έτσι πρέπει. Τα ποιήματα επιζούν στην αυτονομία τους. Δεν χρειάζονται πατέρες δημιουργούς. Πολύ δε περισσότερο, δεν χρειάζονται τάφους. Έκανα λάθος στη ζωή μου. Ένα λάθος μικρό που τώρα διορθώνω. Έλεγα ότι "Είμαι ποιητής...και κανένας δεν πυροβολεί τους ποιητές". Λάθος. Τώρα πια πρέπει σωστά να το εκφράσω. "Είμαι ποιητής...και κανένας δεν πυροβολεί την ποίηση".
Σιώπησα. Πήρε κι αυτός να ξανασφυρίζει. Κράτησα τον ρυθμό του και πρόσθεσα τους στίχους. «Κάτω απ' τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια. Τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές». Κι εκείνη την στιγμή, σα να βρήκε δύναμη στα πόδια του ξεχασμένη από καιρό, άνοιξε βήμα, κάνοντας κίνηση με το χέρι πως θα ξαναγυρίσει.
Τον παρατηρούσα καθώς έστριβε στο στενό, με τις νότες να βγαίνουν απ' το στόμα του ολοστρόγγυλες. Καινούργιες, σα να γεννήθηκαν εκείνη την στιγμή. Γύρισα και είδα πάλι το αγόρι. Το ποδήλατο στον τοίχο. Μαζεμένα τα πόδια του στα σκαλιά να με κοιτάζει.
«Λοιπόν... πως σε λένε εσένα», ρώτησα. Κι εκείνο κατέβασε το κεφάλι λες και στο πλακόστρωτο ήταν γραμμένες όλες οι αλήθειες τούτου του κόσμου. «Φεδερίκο» μου είπε. «Και τι είναι αυτό που περιμένεις Φεδερίκο», ξαναρώτησα με πιο ήρεμη φωνή. «Τίποτα»,
μου είπε. Και καθώς άρχισα να απομακρύνομαι, ήξερα πως έλεγε την αλήθεια.
(Χανιώτικα νέα - 19/8/2013)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου