Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΚΚΙΝΑΚΟΥ
"...Να καίει παραμύθια σε φλόγα μικρή κι αθώα, το πήλινο θυμίαμα"
Ν. Καρούζος
Δεν μιλώ για τη γεωγραφική Αρκαδία, πατρίδα του πρώτου ανθρώπου του Πελασγού. Αλλά για τον ειδυλλιακό τόπο που ενέπνευσε το αρκαδικό ιδεώδες. Για τη χώρα των βοσκών, του έρωτα, της ποίησης, της αδαμιαίας μακαριότητος μακριά από την τύρβη του πολιτισμού.
Ο τραγοπόδαρος Παν με τη σύριγγά του να τρέχε... Το πραγματικό με το φανταστικό να βρίσκονται σε ώσμωση, η ιστορία με το βάρος της, με τον μύθο και το ήθος του.
Ο αυτάρκης κόσμος των βοσκών, ανόθευτος, απλός, πρωτόγονος... να έχουν τον νου τους στο κοπάδι, μα και στον έρωτα και στο τραγούδι. Πώς να μην δεις τις νύμφες να τις κυνηγάει ο Παν, πώς να μην ακούσεις τη φλογέρα του!
Τα παρειδώλια και οι παραισθήσεις είναι για τους ψυχιάτρους...
Αρκαδία, τόπος των συμβόλων, των συμβολισμών, του μύθου, της σημασίας, της αλληγορίας.
Μια βάρβαρη βροχή έπεφτε κι εμείς κάτω απ' το έλατο που κρατά το νερό και τα ρυάκια δίπλα έτρεχαν.
Έτσι είναι ο Παράδεισος. Άλυτο μυστήριο η ζωή. Η μυρωδιά της βρεγμένης γης το καλοκαίρι, που πάντα βρέχει όταν επιστρέφω...
Οι θύμησες κεντρίζουν ή οι πευκοβελόνες του δάσους;
Το παμπάλαιο καντήλι του Αη Γιώργη, το βαθύ πέτρινο πηγάδι στην αυλή, το κάστρο να μας βλέπει σαν μητρική αγκαλιά, το παιδικό αλφάβητο, ο πλάτανος και η βρύση με το παυσίλυπο νερό, αποβάθρες... Χρόνια και χρόνια που χει η πατρίδα, οι παιδικοί μας χρόνοι. Ηδονή και οδύνη ο νόστος. Ένας αέρας ιαματικός εισχωρεί στα έγκατα, σαν μητρικό χάδι, σαν μάλωμα, σαν δάκρυ που σταματά στο μάγουλο.
Ένας λυγμός είσαι, μια απουσία αλλά και μια υπόσχεση και ένα νόημα.
Τρίζουν τα έλατα στο λιοπύρι, παίρνουν φωτιά στην αναπόληση, καίγονται στη νοσταλγία. Και ακούς την προγονική εντολή που σε κρατά δεμένο με αόρατα σκοινιά.
Σαν τότες... Σαν άλλοτε. Που ήταν ένα μερίδιο ο καφές και πέντε το ρεβίθι, αλλά το παραμύθι κράταγε μέχρι αργά, μέχρι τ' αστέρια, μέχρι το γλυκομούδιασμα του ύπνου.
Μέχρι τα σημάδια στα γόνατα απ' τα μαυρολίθαρα του δάσους, καβάλα πάνω στην παιδική αθωότητα.
Πώς να εξηγήσεις την ομορφιά...
Πώς να εννοήσεις τη φωνή: Να φεύγεις, να φεύγεις, μα να επιστρέφεις,στα δύσβατα μονοπάτια που έκλεισαν πια, στον ίσκιο του έλατου, στην καλοκαιρινή ξαφνική βροχή, στη ρίγανη και στο αγιόκλημα της αυλής, δίπλα στην πέτρινη σκάλα... Να επιστρέφεις στις σχισμές των βράχων σαν κυκλάμινο. Να επιστρέφεις και ας παραλοΐζεσαι, στο νόστιμο σταρένιο ψωμί που βγάζει η γριά μάννα απ τον ξυλόφουρνο. Να επιστρέφεις γιατί θα τα χάνεις όλα και θα βγαίνεις κερδισμένος όταν επισκέπτεσαι τις καλύβες των βοσκών του δάσους στα υψίπεδα, που είναι παμπάλαιοι αλειτούργητοι ναοί. Να επιστρέφεις στο γενέθλιο τόπο στις πηγές με τα γάργαρα, στα απαρασάλευτα θεμέλια της ύπαρξης. Να επιστρέφεις στη γη των ηττημένων νικητών, στη γη που όργωσε το άροτρο και το ντουφέκι. Να φεύγεις μα να επιστρέφεις στην ευτοπία του πρώτου κλάματος.
(Χανιώτικα νέα - 7/9/2012)
"...Να καίει παραμύθια σε φλόγα μικρή κι αθώα, το πήλινο θυμίαμα"
Ν. Καρούζος
Δεν μιλώ για τη γεωγραφική Αρκαδία, πατρίδα του πρώτου ανθρώπου του Πελασγού. Αλλά για τον ειδυλλιακό τόπο που ενέπνευσε το αρκαδικό ιδεώδες. Για τη χώρα των βοσκών, του έρωτα, της ποίησης, της αδαμιαίας μακαριότητος μακριά από την τύρβη του πολιτισμού.
Ο τραγοπόδαρος Παν με τη σύριγγά του να τρέχε... Το πραγματικό με το φανταστικό να βρίσκονται σε ώσμωση, η ιστορία με το βάρος της, με τον μύθο και το ήθος του.
Ο αυτάρκης κόσμος των βοσκών, ανόθευτος, απλός, πρωτόγονος... να έχουν τον νου τους στο κοπάδι, μα και στον έρωτα και στο τραγούδι. Πώς να μην δεις τις νύμφες να τις κυνηγάει ο Παν, πώς να μην ακούσεις τη φλογέρα του!
Τα παρειδώλια και οι παραισθήσεις είναι για τους ψυχιάτρους...
Αρκαδία, τόπος των συμβόλων, των συμβολισμών, του μύθου, της σημασίας, της αλληγορίας.
Μια βάρβαρη βροχή έπεφτε κι εμείς κάτω απ' το έλατο που κρατά το νερό και τα ρυάκια δίπλα έτρεχαν.
Έτσι είναι ο Παράδεισος. Άλυτο μυστήριο η ζωή. Η μυρωδιά της βρεγμένης γης το καλοκαίρι, που πάντα βρέχει όταν επιστρέφω...
Οι θύμησες κεντρίζουν ή οι πευκοβελόνες του δάσους;
Το παμπάλαιο καντήλι του Αη Γιώργη, το βαθύ πέτρινο πηγάδι στην αυλή, το κάστρο να μας βλέπει σαν μητρική αγκαλιά, το παιδικό αλφάβητο, ο πλάτανος και η βρύση με το παυσίλυπο νερό, αποβάθρες... Χρόνια και χρόνια που χει η πατρίδα, οι παιδικοί μας χρόνοι. Ηδονή και οδύνη ο νόστος. Ένας αέρας ιαματικός εισχωρεί στα έγκατα, σαν μητρικό χάδι, σαν μάλωμα, σαν δάκρυ που σταματά στο μάγουλο.
Ένας λυγμός είσαι, μια απουσία αλλά και μια υπόσχεση και ένα νόημα.
Τρίζουν τα έλατα στο λιοπύρι, παίρνουν φωτιά στην αναπόληση, καίγονται στη νοσταλγία. Και ακούς την προγονική εντολή που σε κρατά δεμένο με αόρατα σκοινιά.
Σαν τότες... Σαν άλλοτε. Που ήταν ένα μερίδιο ο καφές και πέντε το ρεβίθι, αλλά το παραμύθι κράταγε μέχρι αργά, μέχρι τ' αστέρια, μέχρι το γλυκομούδιασμα του ύπνου.
Μέχρι τα σημάδια στα γόνατα απ' τα μαυρολίθαρα του δάσους, καβάλα πάνω στην παιδική αθωότητα.
Πώς να εξηγήσεις την ομορφιά...
Πώς να εννοήσεις τη φωνή: Να φεύγεις, να φεύγεις, μα να επιστρέφεις,στα δύσβατα μονοπάτια που έκλεισαν πια, στον ίσκιο του έλατου, στην καλοκαιρινή ξαφνική βροχή, στη ρίγανη και στο αγιόκλημα της αυλής, δίπλα στην πέτρινη σκάλα... Να επιστρέφεις στις σχισμές των βράχων σαν κυκλάμινο. Να επιστρέφεις και ας παραλοΐζεσαι, στο νόστιμο σταρένιο ψωμί που βγάζει η γριά μάννα απ τον ξυλόφουρνο. Να επιστρέφεις γιατί θα τα χάνεις όλα και θα βγαίνεις κερδισμένος όταν επισκέπτεσαι τις καλύβες των βοσκών του δάσους στα υψίπεδα, που είναι παμπάλαιοι αλειτούργητοι ναοί. Να επιστρέφεις στο γενέθλιο τόπο στις πηγές με τα γάργαρα, στα απαρασάλευτα θεμέλια της ύπαρξης. Να επιστρέφεις στη γη των ηττημένων νικητών, στη γη που όργωσε το άροτρο και το ντουφέκι. Να φεύγεις μα να επιστρέφεις στην ευτοπία του πρώτου κλάματος.
(Χανιώτικα νέα - 7/9/2012)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου