Του ΜΙΧΑΛΗ Γ. ΑΝΔΡΙΑΝΑΚΗ*
Με επιστολή της Γενικής Γραμματέως του Υπουργείου Πολιτισμού κα Λίνας Μενδώνη ανακοινώθηκε η ένταξη των βενετσιάνικων οχυρώσεων των πόλεων Ηρακλείου και Χανίων, καθώς και της οχυρής νησίδας Σπιναλόγκα στον ενδεικτικό εθνικό κατάλογο μνημείων για ένταξη στον κατάλογο της παγκόσμιας κληρονομιάς (UNESCO).
Πρόκειται στην ουσία για ένταξη σε ένα δίκτυο μνημείων με κοινά χαρακτηριστικά, όπως είναι οι οχυρώσεις του προμαχωνικού συστήματος (Fronte Bastionato), που ήταν σε εξέλιξη κατά τους 16ο - 18ο αιώνες. Ηδη στην περιοχή των Πυρηναίων, στη Γαλλία, υπάρχει το αντίστοιχο δίκτυο με έργα του αρχιτέκτονα Vauban, που χρονολογούνται στους 17ο και 18ο αιώνες. Η πρόταση του Υπουργείου είναι διαφορετική από αυτή που είχε γίνει προ ετών από τους φορείς και αφορούσε στο χαρακτηρισμό της πόλης ως ενός σημαντικού οικιστικού συνόλου από τα χρόνια της βενετοκρατίας, που υπάρχει και ακμάζει στον ίδιο χώρο για πέντε χιλιάδες χρόνια και διασώζει ένα έντονο πολυπολιτισμικό χαρακτήρα. Θα επιχειρήσω μέσα από τις φιλόξενες σελίδες των "Χανιώτικων Νέων" να προσδιορίσω την ουσία του θέματος, όσον αφορά στην αξία του μνημείου, αλλά και τις υποχρεώσεις που απορρέουν για το κράτος, την τοπική αυτοδιοίκηση και τους άλλους φορείς, αλλά και τους ιδιώτες. Σήμερα θα μιλήσουμε για την αξία του μνημείου και τον προσδιορισμό του αντικειμένου, που θα προστατεύεται από το χαρακτηρισμό σε μνημείο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς, αν τελικά ευοδωθεί η σχετική διαδικασία. Σε μια σειρά από άρθρα, αρχίζοντας από το ιστορικό της υπόθεσης, θα επιχειρήσω να καταστήσω το σοβαρό θέμα και το ρόλο εκάστου κατανοητά, ώστε να μην γίνουν άλλα λάθη και καθυστερήσεις. Οι οχυρώσεις των δυο πόλεων της Κρήτης σχεδιάστηκαν αρχικά από το Michele Sanmicielli, τον μεγάλο θεωρητικό του προμαχωνικού συστήματος και κατασκευάστηκαν από άλλους σημαντικούς μηχανικούς της εποχής. Η ανάπτυξη του νέου αμυντικού συστήματος ήταν σε εξέλιξη κατά τον 16ο αιώνα, καθώς η πυρίτιδα και η χρήση των πυροβόλων όπλων άλλαζαν τα δεδομένα του πολέμου και οι μεσαιωνικές οχυρώσεις, ήταν πλέον ευάλωτες. Καθώς η ανάγκη για ενίσχυση της άμυνας της Κρήτης ήταν μια μεγάλη προτεραιότητα για τη Βενετία εξαιτίας της οθωμανικής απειλής, τα έργα που μελετήθηκαν και εκτελέστηκαν, όχι μόνο στις δυο πόλεις, ήταν τεράστιας έκτασης και υψηλής τεχνικής και καλλιτεχνικής αξίας. Ισως στην πορεία το δίκτυο θα πρέπει να διευρυνθεί και να περιλάβει την πόλη του Ρεθύμνου και τουλάχιστον τις νησίδες Σούδα, Γραμπούσα και Θοδωρού, όπου σώζονται επίσης σημαντικά οχυρωματικά έργα σε μεγάλη έκταση. Η οχύρωση του Ηρακλείου, πιο περίπλοκη ως προς το σχεδιασμό της, φορτίζεται ιδιαίτερα και από την εξαιρετικά μακροχρόνια πολιορκία, τη σκληρότερη αντιπαράθεση του χριστιανικού με το μουσουλμανικό κόσμο. Η πολιορκία των δυο πόλεων, ιδιαίτερα του Ηρακλείου, είχε προκαλέσει σημαντικές βλάβες στα μεγάλα αυτά αμυντικά έργα, τα οποία δεν είχαν ολοκληρωθεί εντελώς ακόμη. Οι οχυρώσεις επισκευάστηκαν από το οθωμανικό κράτος μετά την κατάληψη του νησιού και έπαιξαν το ρόλο τους στο μακρύ διάστημα της Τουρκοκρατίας, δημιουργώντας στους χριστιανούς κατοίκους ένα αίσθημα καταπίεσης. Από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, καθώς οι πολιτικές συνθήκες στην Κρήτη άρχισαν να αλλάζουν σταδιακά και οι εξελίξεις στον αμυντικό χώρο να καθιστούν άχρηστα τα οχυρωματικά έργα του παρελθόντος, οι οχυρώσεις των πόλεων που καταλαμβάνουν τεράστιες εκτάσεις, θεωρούνται σαν ένα μεγάλο εμπόδιο στην ανάπτυξή τους. Ο αρνητικός συμβολισμός των οχυρώσεων για τους πρώην υπόδουλους χριστιανούς, η ανάγκη για εκσυγχρονισμό και ενοποίηση των παλιών πόλεων με τις επεκτάσεις τους, αλλά και η βουλιμία κάποιων 'οικοπεδοφάγων' της εποχής, καθόρισαν από τα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας την τύχη τους. Στο Ηράκλειο παρέμειναν στο Δημόσιο, ενώ στα Χανιά παραχωρήθηκαν με Νόμο στο Δήμο για κατεδάφιση. Στο Ηράκλειο επιτεύχθηκε η διατήρησή τους ως δημόσιες ιδιοκτησίες σε μεγάλη έκταση, αν και σε κακή κατάσταση, λόγω και των μεγάλων καταστροφών από τη μακροχρόνια πολιορκία. Στα Χανιά, αν και η κατάσταση διατήρησης ήταν καλύτερη, πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες κατεδαφίσεις και καταχώσεις από το Δήμο, ενώ ένα μεγάλο μέρος, ιδίως στη νότια πλευρά (οδοί Χατζή Μιχάλη Γιάνναρη και Σκαλίδη), βρέθηκε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες στα χέρια ιδιωτών και οικοδομήθηκε. Για πολλές δεκαετίες και τα δυο οχυρωματικά έργα γνώρισαν την πλήρη απαξίωση από τους φορείς και τους ιδιώτες, την ίδια εποχή που σε άλλες πόλεις της Ευρώπης οι ανενεργές οχυρώσεις μετατρεπόταν σε ελεύθερους μνημειακούς χώρους υψηλής αισθητικής και συνέβαλαν στην ποιότητα ζωής των κατοίκων, αλλά και την τουριστική ανάπτυξη. Από το 1965, με το χαρακτηρισμό των δυο πόλεων σε ιστορικά, διατηρητέα μνημεία, άρχισαν από το αρμόδιο Υπουργείο Πολιτισμού κάποιες ενέργειες ανάδειξης, που εντάθηκαν στα χρόνια που ακολούθησαν. Στο μεν Ηράκλειο, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 άρχισαν τεράστιας κλίμακας, δαπανηρές εργασίες αποκατάστασης, που συνεχίζονται μέχρι σήμερα σε εντατικούς ρυθμούς. Υπάρχει ένα σοβαρό θέμα όσον αφορά στη χρήση του μνημείου (χώροι στάθμευσης, γήπεδα και άλλες ασυμβίβαστες εγκαταστάσεις, κλπ), η αποκατάσταση του μνημείου ωστόσο είναι πολύ προχωρημένη και τα θέματα αυτά ελπίζω πως θα ρυθμιστούν με τη μελέτη χρήσης, που έχει προκηρυχθεί από το Δήμο και το Σχέδιο Διαχείρισης, που θα πρέπει να ετοιμαστεί. Για τα Χανιά τα πράγματα είναι πιο πίσω, αφού στις προηγούμενες δεκαετίες αντιμετωπίστηκε με εξαιρετικά δαπανηρές διαδικασίες από το ΥΠ.ΠΟ το θέμα της ανάκτησης του ΠΡΩΗΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ από ιδιώτες και στη συνέχεια δημοτικού χώρου από καταπατητές. Από τη δεκαετία του 1980 η 13η (σήμερα 28η) Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων προχωρεί σε-μικρής κλίμακας αρχικά επεμβάσεις ανάκτησης ουσιαστικά του μνημείου. Από το 2003 το έργο της ανάδειξης του βυζαντινού τείχους και των βενετσιάνικων οχυρώσεων των Χανιών εντάχθηκε στο Ταμείο Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Εργων (ΤΑΔΙΠΕΑΕ), το οποίο όμως καταργήθηκε πρόσφατα, θύμα και αυτό του Μνημονίου και της ανοργανωσιάς της χώρας. Μέχρι την ολοκλήρωση των σε εξέλιξη έργων, παραμένει σε ενέργεια η Επιστημονική Επιτροπή Ανάδειξης οχυρώσεων Κρήτης, η οποία δρομολόγησε πρώτα το έργο της ανάδειξης κυρίως στο δυτικό μέτωπο και στο βυζαντινό τείχος και έχει ετοιμάσει επιμέρους μελέτες για την αποκατάσταση ολόκληρου του οχυρωματικού περιβόλου. Αυτή τη στιγμή το θέμα της ανάδειξης των οχυρώσεων των Χανιών, εν όψει και της επικείμενης ένταξης του μνημείου στον κατάλογο της UNESCO, θα πρέπει να δρομολογηθεί σε άλλη βάση με δεδομένο το γεγονός της κλίμακας και της ιδιαιτερότητας του έργου, αλλά και του ιδιόρρυθμου ιδιοκτησιακού καθεστώτος, για το οποίο υπάρχει ήδη αναλυτική μελέτη. Η συνεργασία του ΥΠ.ΠΟ με τον Δήμο, που υπήρξε άριστη και αποτελεσματική τις τελευταίες δεκαετίες, θα πρέπει να συνεχιστεί με θεσμικό τρόπο, ώστε το μεγάλο αυτό έργο για τη χώρα μας να ολοκληρωθεί. Από τις έρευνές μας προκύπτει ότι περισσότερο από το 90% του μνημείου μπορεί να ανακτηθεί, αν και ο δρόμος είναι μακρύς. Την υποψηφιότητα όμως του μνημείου, εκτός από το διατηρητέο οικισμό και την ιδιαίτερη διαχρονική αξία του, που προκύπτει τις τελευταίες δεκαετίες από τις ανασκαφικές έρευνες της ΚΕ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, θα την ενισχύσει αποφασιστικά ένα Σχέδιο Δράσης για τη συνέχιση της ανάκτησης του μνημείου και ένα Σχέδιο Διαχείρισης της παλιάς πόλης, με βάση την ταλαίπωρη Μελέτη Ρωμανού - Καλλιγά, με συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα και με αποφασιστικότητα. Βασικό θέμα -όπως το έχω πει πολλές φορές-είναι ότι για τα θέματα της παλιάς πόλης θα πρέπει να υπάρχει μια συναίνεση και συνεργασία των πολιτικών και αυτοδιοικητικών παραγόντων, των Υπηρεσιών και των άλλων φορέων πάνω σε αντικειμενική βάση και να αποφεύγεται η αντιπαράθεση για άλλους λόγους, ξένους προς την ανάγκη ανάδειξης της παλιάς πόλης, που είναι εκτός των άλλων και το κυριότερο στοιχείο οικονομικής ανάπτυξης της δυτικής Κρήτης. Οταν σκεφθεί κανείς ότι αντίστοιχες διατηρητέες πόλεις, όπως είναι η Ρόδος και η Κέρκυρα, έχουν προβλήματα διαχείρισης για τη διατήρηση της ένταξής τους στην UNESCO, αντιλαμβανόμαστε ότι οι δυο πόλεις της Κρήτης θα πρέπει «να τρέξουν πολύ δρόμο» και να αλλάξουν πολλά πράγματα, που συζητιούνται εδώ και δεκαετίες, χωρίς να υλοποιούνται, αν και όλοι είναι σύμφωνοι. Αλλά για τα άλλα θέματα θα επανέλθουμε τις επόμενες μέρες.
*Πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής Ανάδειξης Οχυρώσεων Κρήτης.
*Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στα "Χανιώτικα νέα" στις 31 Αυγούστου 2013
Link: http://www.haniotika-nea.gr/128299-20.html
Με επιστολή της Γενικής Γραμματέως του Υπουργείου Πολιτισμού κα Λίνας Μενδώνη ανακοινώθηκε η ένταξη των βενετσιάνικων οχυρώσεων των πόλεων Ηρακλείου και Χανίων, καθώς και της οχυρής νησίδας Σπιναλόγκα στον ενδεικτικό εθνικό κατάλογο μνημείων για ένταξη στον κατάλογο της παγκόσμιας κληρονομιάς (UNESCO).
Πρόκειται στην ουσία για ένταξη σε ένα δίκτυο μνημείων με κοινά χαρακτηριστικά, όπως είναι οι οχυρώσεις του προμαχωνικού συστήματος (Fronte Bastionato), που ήταν σε εξέλιξη κατά τους 16ο - 18ο αιώνες. Ηδη στην περιοχή των Πυρηναίων, στη Γαλλία, υπάρχει το αντίστοιχο δίκτυο με έργα του αρχιτέκτονα Vauban, που χρονολογούνται στους 17ο και 18ο αιώνες. Η πρόταση του Υπουργείου είναι διαφορετική από αυτή που είχε γίνει προ ετών από τους φορείς και αφορούσε στο χαρακτηρισμό της πόλης ως ενός σημαντικού οικιστικού συνόλου από τα χρόνια της βενετοκρατίας, που υπάρχει και ακμάζει στον ίδιο χώρο για πέντε χιλιάδες χρόνια και διασώζει ένα έντονο πολυπολιτισμικό χαρακτήρα. Θα επιχειρήσω μέσα από τις φιλόξενες σελίδες των "Χανιώτικων Νέων" να προσδιορίσω την ουσία του θέματος, όσον αφορά στην αξία του μνημείου, αλλά και τις υποχρεώσεις που απορρέουν για το κράτος, την τοπική αυτοδιοίκηση και τους άλλους φορείς, αλλά και τους ιδιώτες. Σήμερα θα μιλήσουμε για την αξία του μνημείου και τον προσδιορισμό του αντικειμένου, που θα προστατεύεται από το χαρακτηρισμό σε μνημείο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς, αν τελικά ευοδωθεί η σχετική διαδικασία. Σε μια σειρά από άρθρα, αρχίζοντας από το ιστορικό της υπόθεσης, θα επιχειρήσω να καταστήσω το σοβαρό θέμα και το ρόλο εκάστου κατανοητά, ώστε να μην γίνουν άλλα λάθη και καθυστερήσεις. Οι οχυρώσεις των δυο πόλεων της Κρήτης σχεδιάστηκαν αρχικά από το Michele Sanmicielli, τον μεγάλο θεωρητικό του προμαχωνικού συστήματος και κατασκευάστηκαν από άλλους σημαντικούς μηχανικούς της εποχής. Η ανάπτυξη του νέου αμυντικού συστήματος ήταν σε εξέλιξη κατά τον 16ο αιώνα, καθώς η πυρίτιδα και η χρήση των πυροβόλων όπλων άλλαζαν τα δεδομένα του πολέμου και οι μεσαιωνικές οχυρώσεις, ήταν πλέον ευάλωτες. Καθώς η ανάγκη για ενίσχυση της άμυνας της Κρήτης ήταν μια μεγάλη προτεραιότητα για τη Βενετία εξαιτίας της οθωμανικής απειλής, τα έργα που μελετήθηκαν και εκτελέστηκαν, όχι μόνο στις δυο πόλεις, ήταν τεράστιας έκτασης και υψηλής τεχνικής και καλλιτεχνικής αξίας. Ισως στην πορεία το δίκτυο θα πρέπει να διευρυνθεί και να περιλάβει την πόλη του Ρεθύμνου και τουλάχιστον τις νησίδες Σούδα, Γραμπούσα και Θοδωρού, όπου σώζονται επίσης σημαντικά οχυρωματικά έργα σε μεγάλη έκταση. Η οχύρωση του Ηρακλείου, πιο περίπλοκη ως προς το σχεδιασμό της, φορτίζεται ιδιαίτερα και από την εξαιρετικά μακροχρόνια πολιορκία, τη σκληρότερη αντιπαράθεση του χριστιανικού με το μουσουλμανικό κόσμο. Η πολιορκία των δυο πόλεων, ιδιαίτερα του Ηρακλείου, είχε προκαλέσει σημαντικές βλάβες στα μεγάλα αυτά αμυντικά έργα, τα οποία δεν είχαν ολοκληρωθεί εντελώς ακόμη. Οι οχυρώσεις επισκευάστηκαν από το οθωμανικό κράτος μετά την κατάληψη του νησιού και έπαιξαν το ρόλο τους στο μακρύ διάστημα της Τουρκοκρατίας, δημιουργώντας στους χριστιανούς κατοίκους ένα αίσθημα καταπίεσης. Από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, καθώς οι πολιτικές συνθήκες στην Κρήτη άρχισαν να αλλάζουν σταδιακά και οι εξελίξεις στον αμυντικό χώρο να καθιστούν άχρηστα τα οχυρωματικά έργα του παρελθόντος, οι οχυρώσεις των πόλεων που καταλαμβάνουν τεράστιες εκτάσεις, θεωρούνται σαν ένα μεγάλο εμπόδιο στην ανάπτυξή τους. Ο αρνητικός συμβολισμός των οχυρώσεων για τους πρώην υπόδουλους χριστιανούς, η ανάγκη για εκσυγχρονισμό και ενοποίηση των παλιών πόλεων με τις επεκτάσεις τους, αλλά και η βουλιμία κάποιων 'οικοπεδοφάγων' της εποχής, καθόρισαν από τα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας την τύχη τους. Στο Ηράκλειο παρέμειναν στο Δημόσιο, ενώ στα Χανιά παραχωρήθηκαν με Νόμο στο Δήμο για κατεδάφιση. Στο Ηράκλειο επιτεύχθηκε η διατήρησή τους ως δημόσιες ιδιοκτησίες σε μεγάλη έκταση, αν και σε κακή κατάσταση, λόγω και των μεγάλων καταστροφών από τη μακροχρόνια πολιορκία. Στα Χανιά, αν και η κατάσταση διατήρησης ήταν καλύτερη, πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες κατεδαφίσεις και καταχώσεις από το Δήμο, ενώ ένα μεγάλο μέρος, ιδίως στη νότια πλευρά (οδοί Χατζή Μιχάλη Γιάνναρη και Σκαλίδη), βρέθηκε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες στα χέρια ιδιωτών και οικοδομήθηκε. Για πολλές δεκαετίες και τα δυο οχυρωματικά έργα γνώρισαν την πλήρη απαξίωση από τους φορείς και τους ιδιώτες, την ίδια εποχή που σε άλλες πόλεις της Ευρώπης οι ανενεργές οχυρώσεις μετατρεπόταν σε ελεύθερους μνημειακούς χώρους υψηλής αισθητικής και συνέβαλαν στην ποιότητα ζωής των κατοίκων, αλλά και την τουριστική ανάπτυξη. Από το 1965, με το χαρακτηρισμό των δυο πόλεων σε ιστορικά, διατηρητέα μνημεία, άρχισαν από το αρμόδιο Υπουργείο Πολιτισμού κάποιες ενέργειες ανάδειξης, που εντάθηκαν στα χρόνια που ακολούθησαν. Στο μεν Ηράκλειο, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 άρχισαν τεράστιας κλίμακας, δαπανηρές εργασίες αποκατάστασης, που συνεχίζονται μέχρι σήμερα σε εντατικούς ρυθμούς. Υπάρχει ένα σοβαρό θέμα όσον αφορά στη χρήση του μνημείου (χώροι στάθμευσης, γήπεδα και άλλες ασυμβίβαστες εγκαταστάσεις, κλπ), η αποκατάσταση του μνημείου ωστόσο είναι πολύ προχωρημένη και τα θέματα αυτά ελπίζω πως θα ρυθμιστούν με τη μελέτη χρήσης, που έχει προκηρυχθεί από το Δήμο και το Σχέδιο Διαχείρισης, που θα πρέπει να ετοιμαστεί. Για τα Χανιά τα πράγματα είναι πιο πίσω, αφού στις προηγούμενες δεκαετίες αντιμετωπίστηκε με εξαιρετικά δαπανηρές διαδικασίες από το ΥΠ.ΠΟ το θέμα της ανάκτησης του ΠΡΩΗΝ ΔΗΜΟΣΙΟΥ από ιδιώτες και στη συνέχεια δημοτικού χώρου από καταπατητές. Από τη δεκαετία του 1980 η 13η (σήμερα 28η) Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων προχωρεί σε-μικρής κλίμακας αρχικά επεμβάσεις ανάκτησης ουσιαστικά του μνημείου. Από το 2003 το έργο της ανάδειξης του βυζαντινού τείχους και των βενετσιάνικων οχυρώσεων των Χανιών εντάχθηκε στο Ταμείο Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Εργων (ΤΑΔΙΠΕΑΕ), το οποίο όμως καταργήθηκε πρόσφατα, θύμα και αυτό του Μνημονίου και της ανοργανωσιάς της χώρας. Μέχρι την ολοκλήρωση των σε εξέλιξη έργων, παραμένει σε ενέργεια η Επιστημονική Επιτροπή Ανάδειξης οχυρώσεων Κρήτης, η οποία δρομολόγησε πρώτα το έργο της ανάδειξης κυρίως στο δυτικό μέτωπο και στο βυζαντινό τείχος και έχει ετοιμάσει επιμέρους μελέτες για την αποκατάσταση ολόκληρου του οχυρωματικού περιβόλου. Αυτή τη στιγμή το θέμα της ανάδειξης των οχυρώσεων των Χανιών, εν όψει και της επικείμενης ένταξης του μνημείου στον κατάλογο της UNESCO, θα πρέπει να δρομολογηθεί σε άλλη βάση με δεδομένο το γεγονός της κλίμακας και της ιδιαιτερότητας του έργου, αλλά και του ιδιόρρυθμου ιδιοκτησιακού καθεστώτος, για το οποίο υπάρχει ήδη αναλυτική μελέτη. Η συνεργασία του ΥΠ.ΠΟ με τον Δήμο, που υπήρξε άριστη και αποτελεσματική τις τελευταίες δεκαετίες, θα πρέπει να συνεχιστεί με θεσμικό τρόπο, ώστε το μεγάλο αυτό έργο για τη χώρα μας να ολοκληρωθεί. Από τις έρευνές μας προκύπτει ότι περισσότερο από το 90% του μνημείου μπορεί να ανακτηθεί, αν και ο δρόμος είναι μακρύς. Την υποψηφιότητα όμως του μνημείου, εκτός από το διατηρητέο οικισμό και την ιδιαίτερη διαχρονική αξία του, που προκύπτει τις τελευταίες δεκαετίες από τις ανασκαφικές έρευνες της ΚΕ' Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, θα την ενισχύσει αποφασιστικά ένα Σχέδιο Δράσης για τη συνέχιση της ανάκτησης του μνημείου και ένα Σχέδιο Διαχείρισης της παλιάς πόλης, με βάση την ταλαίπωρη Μελέτη Ρωμανού - Καλλιγά, με συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα και με αποφασιστικότητα. Βασικό θέμα -όπως το έχω πει πολλές φορές-είναι ότι για τα θέματα της παλιάς πόλης θα πρέπει να υπάρχει μια συναίνεση και συνεργασία των πολιτικών και αυτοδιοικητικών παραγόντων, των Υπηρεσιών και των άλλων φορέων πάνω σε αντικειμενική βάση και να αποφεύγεται η αντιπαράθεση για άλλους λόγους, ξένους προς την ανάγκη ανάδειξης της παλιάς πόλης, που είναι εκτός των άλλων και το κυριότερο στοιχείο οικονομικής ανάπτυξης της δυτικής Κρήτης. Οταν σκεφθεί κανείς ότι αντίστοιχες διατηρητέες πόλεις, όπως είναι η Ρόδος και η Κέρκυρα, έχουν προβλήματα διαχείρισης για τη διατήρηση της ένταξής τους στην UNESCO, αντιλαμβανόμαστε ότι οι δυο πόλεις της Κρήτης θα πρέπει «να τρέξουν πολύ δρόμο» και να αλλάξουν πολλά πράγματα, που συζητιούνται εδώ και δεκαετίες, χωρίς να υλοποιούνται, αν και όλοι είναι σύμφωνοι. Αλλά για τα άλλα θέματα θα επανέλθουμε τις επόμενες μέρες.
*Πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής Ανάδειξης Οχυρώσεων Κρήτης.
*Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στα "Χανιώτικα νέα" στις 31 Αυγούστου 2013
Link: http://www.haniotika-nea.gr/128299-20.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου