Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

Μια ζωή σε δύο τρόχους! Μια νοσταλγική αναδρομή στους πρώτους "μηχανόβιους" των Χανίων

Μια νοσταλγική αναδρομή στους πρώτους μηχανόβιους των Χανίων δημοσιεύτηκε το Σάββατο 26 Ιουλίου στις "Διαδρομές" των "Χανιώτικων νέων". Μια αναδρομή σε μηχανόβιους μιας άλλης εποχής.
Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα των "Χανιώτικων νέων" και την ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.haniotika-nea.gr/mia-zoi-se-dio-trochous/

Γράφει ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΚΗΣ
"Γιεγιές”, “Βενζινάς”, “Ταχυδρόμος”, “Βουνό”, “Αιμοδότης”, “Φλιφλίκος”, “Κότας”, “Φέθρυ”, “Καμπάλιος”, “Λίλας”, “Κονιό”,  “Παξιμάδιας”, “Κάβασος”, “Πίκο”, “Βίκτορας” είναι μερικά από τα παρατσούκλια που είχαν αποκτήσει κάποιοι οδηγοί μοτοσυκλετών στην πόλη μας, κάπου εκεί στη δεκαετία του 1970. Τα παρατσούκλια αυτά είχαν να κάνουν με τα επαγγέλματα, τον σωματότυπο, την εμφάνιση, τον τύπο ή το μοντέλο της μοτοσυκλέτας που οδηγούσαν κ.ά.
Το πιο διαχρονικό παρατσούκλι απ” όλα που θυμούνται ακόμα και σήμερα οι παλαιότεροι, ενώ ίσως να έχουν ακούσει και οι νεότεροι, είναι αυτό του Γιώργου του “Γιεγιέ”. Ενας από τους δύο οδηγούς της εποχής -ο άλλος ήταν ο “Βενζινάς”- που σέβονταν, αλλά και αναγνώριζαν, όλοι οι μηχανόβιοι, για τις οδηγικές τους ικανότητες.
Ας πάρουμε τα πράγματα όμως από την αρχή…

Οι προσευχές δεν έπιαναν τόπο…

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 και μετέπειτα η ελληνική οικογένεια πάθαινε νευρικό κλονισμό όταν ο γιόκας τους ανακοίνωνε ότι σκόπευε να αγοράσει μοτοσυκλέτα, αφού τις θεωρούσαν “σκοτώστρες”. Πιέσεις και απειλές του τύπου “αν δεν μου πάρεις μοτοσυκλέτα, θα φύγω από το σπίτι” ή “θα σταματήσω το σχολείο”, ανάγκαζαν πρώτα τον πάτερ φαμίλια να υποκύψει, ενώ η μητέρα δεν ήθελε με τίποτα να ακούσει για την ενδεχόμενη αγορά, ενώ οι προσευχές στην Παναγία και το άναμμα κεριών στην εκκλησία μήπως και το παλληκάρι της αλλάξει γνώμη, έπεφταν πάντα στο κενό. Κλασικός διάλογος μάνας και γιου: “Τι να την κάνεις παιδί μου τη μηχανή, μηχανόβιος θέλεις να γίνεις;” ή “Αν θέλεις να με πεθάνεις, αγόρασε.. τη σκοτώστρα”. Από την πλευρά τους οι φερέλπιδες αναβάτες χρησιμοποιούσαν το ίδιο επιχείρημα: “Ελα ρε μάνα, μη φοβάσαι έχω ξαναοδηγήσει μοτοσυκλέτα, θα προσέχω, σου το υπόσχομαι”. Υπήρχαν βέβαια και περιπτώσεις που κάποιοι νέοι της εποχής αγόραζαν κρυφά μηχανάκι χωρίς να το ξέρουν οι γονείς τους, ενώ το έκρυβαν συνήθως λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι τους, σε κάποιες αποθήκες φίλων ή σε κάποια στενά για να μην το πάρουν χαμπάρι. Τα νέα όμως μαθαίνονταν γρήγορα, αφού κάποιος θα έβλεπε, κάποιος θα μιλούσε. Ετσι οι γονείς απλά συμβιβάζονταν με την ιδέα, ενώ οι μητέρες εξακολουθούσαν να προσεύχονται και να ανάβουν κεριά… Ετσι και στην πόλη μας πολλοί νέοι απέκτησαν τα χρόνια εκείνα μηχανάκι στην αρχή, μοτοσυκλέτα στη συνέχεια. Τη χρησιμοποιούσαν για τη βόλτα τους, για να πηγαίνουν σχολείο, να κάνουν το γνωστό “καμάκι”, αλλά και για τις “τρέλες” τους, που ήταν εύθυμες, σοβαρές, αλλά και πολύ επικίνδυνες κάποιες φορές. Συναντήσαμε τέσσερις από αυτούς τους οδηγούς της παρέας εκείνης, οι οποίοι μας μίλησαν για πολλά και διάφορα που συνέβαιναν τότε. Το υλικό που συγκεντρώσαμε ήταν πολύ μεγάλο και ενδιαφέρον. Απομονώσαμε ένα μέρος από αυτό και το παρουσιάζουμε. Σαν τελικό συμπέρασμα, όπως τόνισαν και οι τέσσερις παλιοί αυτοί οδηγοί, είναι ότι τα σημερινά παιδιά δεν ασχολούνται με κόντρες και καλά κάνουν, ενώ η μοτοσυκλέτα χρησιμοποιείται πιο πολύ για τουριστικούς λόγους και για ευκολία μετακίνησης.

“Βενζινάς” – “Γιεγιές” – Καμπαλής οργανώνουν το πρώτο club, αλλά και την ΑΛΑΜ…

Σιγά – σιγά ο ένας αναβάτης μάθαινε τον άλλο, ενώ το πρώτο άτυπο club μοτοσυκλετιστών ανέλαβαν να οργανώσουν τρεις φίλοι. Οι Δημήτρης Αντωνάκης ή “Βενζινάς”, Γιώργος Τσαμαντάκης ή “Γιεγιές” και Γιάννης Καμπαλής, που μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα δημιούργησαν μια ομάδα από περίπου 40 μοτοσυκλετιστές με στόχο τη σωστή και ασφαλή οδήγηση. Τότε εμφανίστηκαν και τα παρατσούκλια των οδηγών, που προαναφέραμε, ενώ σημείο συνάντησης ήταν η  καφετέρια μεζεδοπωλείο “Ζορμπάς” στο λιμάνι. Το 1976  δημιουργήθηκε και η ΑΛΑΜ Χανίων (Αγωνιστική Λέσχη Μοτοσυκλέτας και Αυτοκινήτου), με πρόεδρο τον Μιχάλη Ζαμπετάκη, με σκοπό τι άλλο από αγώνες, κυρίως Μoto Cross και Enduro, αλλά και αγώνες δεξιοτεχνίας αυτοκινήτων στην πλατεία Δικαστηρίων. Η Λέσχη διοργάνωσε εξαιρετικούς και επιτυχημένους αγώνες μέχρι το 1979 που λόγω αυξημένων επαγγελματικών υποχρεώσεων των μελών της σταμάτησε να λειτουργεί. Τα χρόνια πέρασαν, αλλά το δέσιμο όμως της παρέας ήταν τέτοιο που ακόμα και σήμερα, 40 και πλέον χρόνια μετά, οι τρεις πρωτεργάτες της μεγάλης αυτής ομάδας εξακολουθούν να κάνουν παρέα, ενώ στις συζητήσεις τους πάντοτε θυμούνται τα παλιά με νοσταλγία… αλλά και με δέος!

Δημήτρης, ο “Βενζινάς”

«Τη δεκαετία του 1960 τα περισσότερα μηχανάκια ήταν 50 κ.εκ., ενώ από το 1970 μέχρι και μέσα του 1980 μια μοτοσυκλέτα 175 κ.εκ. θεωρούνταν “μεγάλη”, ενώ οι 250άρες φάνταζαν υπερβολικές. Ελάχιστες μοτοσυκλέτες ήταν 500 κ.εκ. και πάνω και ένας από τους λόγους ήταν το οικονομικό. Οι μοτοσυκλέτες με συγκινούσαν από μικρό παιδί, έτσι σε ηλικία 15 ετών αποφάσισα ότι ήρθε η ώρα να καβαλήσω το δικό μου μηχανάκι. Οι γονείς μου ανένδοτοι. Για να τους πιέσω εφεύρισκα διάφορα κόλπα. Ένα από αυτά ήταν όταν μια μέρα έβαλα τα ρούχα μου σε μια βαλίτσα και χωρίς λεφτά στην τσέπη έφυγα από το σπίτι μου. Κατέβηκα στα Χανιά και έκατσα σε ένα παγκάκι, μην ξέροντας πού να πάω. Όταν έπεσε η νύχτα και η ώρα είχε πάει δώδεκα, αποφάσισα να γυρίσω στο σπίτι μου. Ηταν μια από τις μεγαλύτερες “ήττες” της ζωής μου. Η προσπάθεια όμως συνεχίστηκε και έπειτα από πολλά παρακάλια, μετά από έξι μήνες οι γονείς μου συμφώνησαν να μου πάρουν μηχανάκι. Το 1969, λοιπόν, απέκτησα ένα από τα πιο γρήγορα μηχανάκια, τη γνωστή και θρυλική “Φλορέτα”, η οποία είχε και το παρατσούκλι “σκοτώστρα”. Χαρακτηριστικό για την εποχή εκείνη -σήμερα φαίνεται αστείο- ήταν ότι ανέπτυσσε τελική ταχύτητα 103 χιλιόμετρα. Αφού τελείωσα τις σπουδές μου στην Αθήνα και εκπληρώνοντας και τη στρατιωτική μου θητεία, επιστρέφω στα Χανιά και το 1975 αγοράζω την πρώτη μου μεγάλη μοτοσυκλέτα, ένα Suzuki GT 250 κ.εκ. δίχρονο, δικύλινδρο, τελική 160 χλμ./ώρα. Να σημειώσω ότι το ίδιο είχε αγοράσει και ο “Γιεγιές”. Από αυτή τη μοτοσυκλέτα ξεκίνησαν όλα. Οι παρέες, οι εκδρομές, οι κόντρες και πολλά ακόμα που θυμάμαι, χωρίς να έχω ξεχάσει τίποτα μέχρι και σήμερα».

Η πρώτη άσχημη πτώση και το χαμένο κράνος

«Την 1η Σεπτεμβρίου του 1975, σε μια κόντρα που είχαμε κάνει στους Αγίους Αποστόλους, μου συνέβη το πιο άσχημο ατύχημα. Χάνω τον έλεγχο της μοτοσυκλέτας και πέφτω. Αποτέλεσμα επτά ράμματα στο πηγούνι και μια τρύπα στο πίσω μέρος του κράνους 2 εκατοστών. Αν δεν φόραγα κράνος, δεν θα μιλούσαμε τώρα. Να σημειώσω ότι φεύγοντας να με πάνε στο Νοσοκομείο, κάποιος πήρε το κράνος μου, το οποίο βρήκα εντελώς τυχαία έπειτα από 17 χρόνια μέσα σε μια προθήκη. Η αλήθεια είναι ότι όλοι οι οδηγοί τότε που ήμασταν στην παρέα, φορούσαμε κράνος είτε για να πάμε να αγοράσουμε τσιγάρα είτε για βόλτα. Είχαμε συνειδητοποιήσει την αξία του και αυτό έσωσε πολλούς από δύσκολες καταστάσεις…».

Η πιο ανόητη και επικίνδυνη κόντρα με έπαθλο ένα κουτί πάστες

«Οδηγώντας πολλές φορές, παίρναμε μεγάλα ρίσκα, αφού δεν υπολογίζαμε τον κίνδυνο. Αναπολώντας τα τώρα, το μόνο που έχω να πω είναι ότι όλη η παρέα είχε μαζί της φύλακα άγγελο. Η πιο ριψοκίνδυνη κόντρα που είχαμε κάνει αρκετές φορές ήταν η εξής: Συναντιόμαστε στις 6 π.μ. σε ένα καφενείο, απέναντι από το αστυνομικό μέγαρο που υπάρχει σήμερα, εκεί γύρω στο 1969 με αρχές ’70. Φεύγαμε όταν έφτανε το καράβι στο λιμάνι της Σούδας και προσπαθούσαμε να φτάσουμε και να γυρίσουμε στο καφενείο όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε. Σε όλη τη διαδρομή ήμασταν ξαπλωμένοι πάνω στη μοτοσυκλέτα σε στιλ “ψαράκι”. Καταλαβαίνετε τι κίνδυνο διατρέχαμε, ανάμεσα από αυτοκίνητα και φορτηγά να κινούνταν, άλλα προς το λιμάνι και άλλα που έρχονταν στην πόλη. Είχαμε ραντεβού με τον θάνατο… Ο νικητής κέρδιζε μια πάστα από τους υπόλοιπους. Απίστευτη τρέλα…».

Παρεξηγημένη από τότε η λέξη “μηχανόβιος”

Βαγγέλης Κατσαρός ή “Κότας”: «Αποδέχομαι τη λέξη μηχανόβιος που ετυμολογικά σημαίνει αυτόν που χρησιμοποιεί ως μεταφορικό μέσο τη μοτοσυκλέτα και αυτό του έχει γίνει τρόπος ζωής. Η δικιά μας ομάδα αποτελούνταν από καλά παιδιά, που μας ένωνε η αγάπη μας για τη μοτοσυκλέτα. Ήταν τέτοια η ποιότητα της παρέας, που ποτέ δεν δεχτήκαμε να έρθουν κοντά μας άτομα αμφιβόλου χαρακτήρα. Όμως ο κόσμος τη λέξη “μηχανόβιος” την είχε παρεξηγήσει τότε, αφού την είχε συνδέσει με κάποιους ελάχιστους οδηγούς μοτοσυκλετών που δεν ανήκαν στο κύκλωμα το δικό μας, οι οποίοι κυκλοφορούσαν τις μοτοσυκλέτες τους με κομμένες εξατμίσεις, κάνοντας, όπως ήταν φυσικό, υπερβολικό θόρυβο, ενώ μέσα στην πόλη έδειχναν τις οδηγικές τους ικανότητες κάνοντας σούζες. Αυτό φόβιζε και εξόργιζε πολύ κόσμο».

Μοτοσυκλετιστής εκ γενετής…

«Απέκτησα μηχανάκι σε ηλικία 13 ετών, μοτοσυκλέτα στα 15, ενώ ξεκίνησα τους αγώνες Trial σε ηλικία 18 ετών. Τότε ήμασταν κοπέλια και η αδρεναλίνη πλημμύριζε το σώμα και το μυαλό μας. Η μοτοσυκλέτα και η ταχύτητα ήταν τρόπος ζωής, δεν αισθανόμαστε φόβο. Τώρα, όμως, αν μου πει κάποιος να στρίψω μια στροφή όπως έστριβα τότε, δεν θα το έκανα. Ναι! πολλές φορές είχαμε ρισκάρει οδηγώντας, αλλά ευτυχώς είχαμε και την τύχη με το μέρος μας. Έτσι αναπολώντας τώρα, κάποιες δύσκολες στιγμές πάνω στη μοτοσυκλέτα πιστεύω ότι αντιδράσαμε έξυπνα και με γρήγορα αντανακλαστικά, αλλά και τυχεροί που τη “βγάλαμε”. Δυστυχώς όμως υπήρξαν και θύματα εξ αιτίας της ανωριμότητας κάποιων αναβατών ή την απροσεξία κάποιων άλλων οδηγών που δεν είδαν ή δεν πρόσεξαν τη μοτοσυκλέτα. Συγκρίνοντας με το σήμερα, θεωρώ ότι τα νέα παιδιά γνωρίζουν περισσότερα πράγματα, έχουν μια καλή οδηγική παιδεία, ενώ η ασφάλεια που προσφέρουν οι σύγχρονες μοτοσυκλέτες σε ενεργητική ασφάλεια (φρένα, κρατήματα, ποιότητα ελαστικών, συστήματα ABS κ.ά.) δεν συγκρίνεται με τις μοτοσυκλέτες του τότε. Παρόλα αυτά, δυστυχώς και σήμερα εξακολουθούμε να θρηνούμε νέους ανθρώπους στην άσφαλτο και αυτό όπως και τότε οφείλεται στην υπερβολική ταχύτητα και την απροσεξία της στιγμής».

Χωρίς μοτοσυκλέτα ποτέ…

«Έχω αλλάξει αρκετές, ξεκίνησα με μια Montesa Cota 247. Η μοτοσυκλέτα είχε διπλό χαρακτήρα.Τη χρησιμοποιούσα στις εξορμήσεις μου στο βουνό, αλλά και να κάνω τις βόλτες μου στην πόλη.
Μετα αγόρασα ένα Kawasaki 250, στη συνέχεια ξαναγύρισα στο Montesa, πήρα Yamaha, Gas-Gas. Δεν γίνεται να μην έχω μοτοσυκλέτα».

Οι Beetles και το “Γιεγιές”

Λάτρης της μουσικής από τότε ο Γιώργος Τσαμαντάκης, καλός μαντιναδολόγος σήμερα, οδηγούσε τη μοτοσυκλέτα του έχοντας αρκετές φορές στην πλάτη του κρεμασμένη την κιθάρα του, ενώ
η μακριά κόμη του ανέμιζε στον αέρα. Ξέροντας το πάθος του οι υπόλοιποι οδηγοί για τη μουσική, τον άκουγαν πολλές φορές να σιγοτραγουδά το τραγούδι των Beetles She Loves you (yeah, yeah, yeah). Έτσι του “κολλήσανε” το παρατσούκλι “Γιεγιές”…

Γιώργος ο “Γιεγιές”

«Ο “μετρ” όμως στην οδήγηση μοτοσυκλέτας, ο οδηγός που με δίδαξε την τεχνική της οδήγησης ήταν το “Κονιό”. Ένας οδηγός απίστευτος, μεγάλο ταλέντο, που θα μπορούσε κάλλιστα να “σταθεί” στο παγκόσμιο στερέωμα των αγώνων μοτοσυκλέτας».

Βελτιώσεις στα σημεία…

«Οι βελτιώσεις που κάναμε οι περισσότεροι στις μοτοσυκλέτες μας, τα χρόνια εκείνα, αφορούσαν κυρίως θέματα κρατήματος (καλά ελαστικά), καλύτερα φρένα. Βέβαια θέλαμε να έχουμε καλύτερη ιπποδύναμη και μεγαλύτερη ταχύτητα, αλλά δεν ήταν εύκολο, αφού δεν υπήρχαν κιτ βελτίωσης».

Η συμμετοχή στο παγκόσμιο πρωτάθλημα που δεν έγινε ποτέ…

«Την αντιπροσωπία της Kawasaki στα Χανιά είχαν ο Παπικινός και ο Λαγωνικάκης. Αυτοί μίλησαν για μένα απευθείας στους υπεύθυνους της αγωνιστικής ομάδας της Kawasaki στην Ιαπωνία. Έτσι το 1977 μου έγινε μια σοβαρή πρόταση  να γίνω εργοστασιακός οδηγός της ομάδας και να τρέξω στο παγκόσμιο πρωτάθλημα… Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ».

Με παπάκι τώρα πια…

«Οι μεγάλες μοτοσυκλέτες είναι για μένα πλέον παρελθόν. Όχι πως δεν μου αρέσουν τώρα πια, αλλά τα χρόνια έχουν περάσει. Δίκυκλο καβαλάω, αλλά ένα ταπεινό… παπάκι. Δεν με πειράζει όμως, γιατί πάνω στις μοτοσυκλέτες έκανα τα πάντα… Χόρτασα όλα αυτά τα χρόνια, βόλτες, αγώνες, απίστευτες τρέλες…».

Το “πειραχτήρι” της παρέας

Λιγομίλητος ο Γιάννης Καμπαλής μόνο καλά λόγια είχε να πει για τους οδηγούς της παρέας εκείνης. Όση ώρα άκουγε τα φιλαράκια του να μιλάνε και να εξιστορούν ιστορίες από τα παλιά, συμφωνούσε, ενώ το χαμόγελο δεν έπαψε από τα χείλη του. Άλλωστε ο Καμπαλής, όπως είπαν, ήταν το πειραχτήρι της παρέας. Πολλές οι ανώδυνες φάρσες και τα αστεία που έκανε όχι μόνο στους υπόλοιπους της παρέας, αλλά και σε τροχονόμους… Μια τέτοια μας διηγήθηκε ο Βαγγέλης Κατσαρός ή “Κότας”.

Κλήση τροχονόμου για άσκοπες βόλτες

«Παγκόσμια πρώτη στα χρονικά, αποτελεί το γεγονός ότι τροχονόμος έκοψε κλήση σε μοτοσυκλετιστή, συγκεκριμένα στον Γιάννη Καμπαλή, επειδή έκανε πολλές βόλτες με τη μοτοσυκλέτα του. Αυτό συνέβη ως εξής: Στην πλατεία μπροστά από την Τράπεζα Ελλάδος υπήρχε η γνωστή “βαρέλα” που μέσα υπήρχε τροχονόμος, ο οποίος κανόνιζε σε ώρες αιχμής την κυκλοφορία των οχημάτων, αφού τότε δεν υπήρχαν φανάρια. Κάποια στιγμή εμφανίζεται ο Καμπαλής με τη μοτοσυκλέτα του και περιμένει να δει το σήμα που θα έκανε ο τροχονόμος με τα χέρια του για να ξεκινήσει. Μόλις έφευγε, γύριζε από την άλλη μεριά που ήξερε ότι ο τροχονόμος θα δώσει προτεραιότητα και ξαναπερίμενε. Αυτό συνέβη αρκετές φορές. Δηλαδή ο Καμπαλής έκανε βόλτες γύρω από τη “βαρέλα”. Ο τροχονόμος κάποια στιγμή τον καλεί κοντά του και του λέει. “Θα σε γράψω”. Απορημένος αυτός απαντάει “Γιατί;”. “Σε βλέπω αρκετή ώρα να κάνεις άσκοπες βόλτες και ενοχλείς το όργανο της τάξης!!”. Και τον έγραψε…».
(Αναδημοσίευση από τις "Διαδρομές" των "Χανιώτικων νέων" - 27/7/2014)
Link: http://www.haniotika-nea.gr/mia-zoi-se-dio-trochous/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου