Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΚΚΙΝΑΚΟΥ
Μεσ' τον υπνόσακο των ορατών η αιχμαλωσία μου
Ν. Καρούζος
Βιαστικός ο ήλιος, ανατέλλει και βασιλεύει γρήγορα, σ' εκείνα τα μέρη. Λες και δεν χρειάζεται το πολύ φως. Λες και το πολύ φως έχει τη σκοτεινιά του...
Κλειστός ο τόπος. Ο ουρανός βαρύς, χαμηλός, μολυβένιος αλλά γοητευτικός, αισθησιακός. Λείπω χρόνια μα αυτός ο τόπος με ταξιδεύει... Τον φέρω. Τον συλλαβίζω. Τον αναπνέω. Ακόμα θυμάμαι το βίωμα όταν για λίγο καθόσουν στην "πολυτέλεια" του λουξ με τον αμίαντο και γυρίζοντας στο λαδολύχναρο στο σπίτι, σου φαινόταν το φως του ελάχιστο... Ομως ήταν άπλετο, τόσο άπλετο που φώτιζε όχι μόνο τον χώρο μα και την ψυχή μας. Κλειστός ο τόπος. Γύρω γύρω τα βουνά αράγιστα, αγέρωχα, ανίκητα, αιώνια. Να μας κρύβουν τον ορίζοντα και να μας προστατεύουν. Να σου γεννούν την επιθυμία και τη δύναμη να φύγεις πιο πέρα απ' αυτόν τον ορίζοντα που ορίζουν... Ετσι φύγαμε... Μα πάντα εκεί μείναμε. Γιατί ο άνθρωπος πρέπει να ξέρει όχι κυρίως πού πάει αλλά από πού έρχεται... Μόνο έτσι θα μάθει πού πάει.
Οι άνθρωποι ένα με την φύση. Αυστηροί, λιτοί, ολιγόλεκτοι, μιλούν με μονοσύλλαβα. Και βγαίνουν στο λόγο τους. Ονειρεύονται χωρίς να ταξιδέψουν. Το σύμπαν τους αδιάσειστο, δίδει απαντήσεις και στα εναγώνια. Με τρόπο απλό, καίριο, απαρτιώνουν το νόημα του βίου. Δίδουν λύσεις, επινοούν τρόπους για την καθημερινή ζωή, αλλά γαληνεύει η ψυχή τους όταν ανταριάζουν τα μέσα τους με κινήσεις απλές, συνταγές προγονικές, με τελετουργίες και σημασίες πανίσχυρες. Ξέρεις γιατρέ τι κάνω όταν δεν μπορώ να αποφασίσω για κάτι; Οταν ένα δύσκολο πρόβλημα με βασανίζει; Μου λέει ένας γερο-βοσκός. Φορώ την δαχτυλήθρα της γιαγιάς μου, που την πήρε ο πατέρας μου και μετά εγώ. Οκτώ παιδιά γέννησε και ανάθρεψε μ΄ αυτή τη δαχτυλήθρα. Εραβε όλο το χωριό και τα γύρω χωριά. Τα ευλογημένα χέρια της προφύλαξαν απ΄ το κρύο, εκατοντάδες για να μην πω χιλιάδες ανθρώπους. Ιδρωσαν μέσα σ' αυτα τα ρούχα, τίμια, δυνατά κορμιά μα και γαϊτανοφρυδούσες...
Μια SINGER χειροποίητη γινόταν στα χέρια της εργαλείο μαγικό και μας φαινόταν τότε το πιο πολύπλοκο πράγμα, καθρέφτης της τεχνοεπιστήμης και της τότε νεωτερικότητας. Και στο δάχτυλο πάντα με μια δαχτυλήθρα. Τη δαχτυλήθρα που πόσες φορές την ακούμπησε η βελόνα, πόσες ώρες, μέρες, χρόνια έραβε...
Τι συμπυκνώνει άραγε πάνω της, μέσα της; Μπορεί αυτή η δαχτυλήθρα να μη μου λέει το σωστό; Μπορεί να μη μου δίνει δύναμη; μου προσθέτει. Και εγώ αναλογίζομαι Με τι αρχέγονα υλικά φτιάχνει κανείς τον Κόσμο του, πώς τον στερεώνει, πώς βαδίζει προς ένα βίο με νόημα. Πώς το φρόνημα, το ήθος, η δύναμη, θεμελιώνεται πάνω στα απλά πράγματα. Σκεφτικός έμεινα και αμίλητος καθώς ο γερο-βοσκός μου μιλούσε. Κατάλαβε τον σκεπτικισμό μου και κοφτά μου προσθέτει. Γιατρέ, ο πετεινός λέει πάντα τη σωστή ώρα και όχι το ρολόι. Ακου που σου λέω. Από τέτοια ουράνια κερκέλια πιάνονται και κρατιούνται ο άνθρωποι παλαιάς κοπής και δεκάρα δεν δίδουν για μας τους ανθρώπους της επιστημονικής γνώσης, της εξέλιξης, του πολιτισμού, σκέφτομαι...
(Χανιώτικα νέα - 22/3/2013)
Μεσ' τον υπνόσακο των ορατών η αιχμαλωσία μου
Ν. Καρούζος
Βιαστικός ο ήλιος, ανατέλλει και βασιλεύει γρήγορα, σ' εκείνα τα μέρη. Λες και δεν χρειάζεται το πολύ φως. Λες και το πολύ φως έχει τη σκοτεινιά του...
Κλειστός ο τόπος. Ο ουρανός βαρύς, χαμηλός, μολυβένιος αλλά γοητευτικός, αισθησιακός. Λείπω χρόνια μα αυτός ο τόπος με ταξιδεύει... Τον φέρω. Τον συλλαβίζω. Τον αναπνέω. Ακόμα θυμάμαι το βίωμα όταν για λίγο καθόσουν στην "πολυτέλεια" του λουξ με τον αμίαντο και γυρίζοντας στο λαδολύχναρο στο σπίτι, σου φαινόταν το φως του ελάχιστο... Ομως ήταν άπλετο, τόσο άπλετο που φώτιζε όχι μόνο τον χώρο μα και την ψυχή μας. Κλειστός ο τόπος. Γύρω γύρω τα βουνά αράγιστα, αγέρωχα, ανίκητα, αιώνια. Να μας κρύβουν τον ορίζοντα και να μας προστατεύουν. Να σου γεννούν την επιθυμία και τη δύναμη να φύγεις πιο πέρα απ' αυτόν τον ορίζοντα που ορίζουν... Ετσι φύγαμε... Μα πάντα εκεί μείναμε. Γιατί ο άνθρωπος πρέπει να ξέρει όχι κυρίως πού πάει αλλά από πού έρχεται... Μόνο έτσι θα μάθει πού πάει.
Οι άνθρωποι ένα με την φύση. Αυστηροί, λιτοί, ολιγόλεκτοι, μιλούν με μονοσύλλαβα. Και βγαίνουν στο λόγο τους. Ονειρεύονται χωρίς να ταξιδέψουν. Το σύμπαν τους αδιάσειστο, δίδει απαντήσεις και στα εναγώνια. Με τρόπο απλό, καίριο, απαρτιώνουν το νόημα του βίου. Δίδουν λύσεις, επινοούν τρόπους για την καθημερινή ζωή, αλλά γαληνεύει η ψυχή τους όταν ανταριάζουν τα μέσα τους με κινήσεις απλές, συνταγές προγονικές, με τελετουργίες και σημασίες πανίσχυρες. Ξέρεις γιατρέ τι κάνω όταν δεν μπορώ να αποφασίσω για κάτι; Οταν ένα δύσκολο πρόβλημα με βασανίζει; Μου λέει ένας γερο-βοσκός. Φορώ την δαχτυλήθρα της γιαγιάς μου, που την πήρε ο πατέρας μου και μετά εγώ. Οκτώ παιδιά γέννησε και ανάθρεψε μ΄ αυτή τη δαχτυλήθρα. Εραβε όλο το χωριό και τα γύρω χωριά. Τα ευλογημένα χέρια της προφύλαξαν απ΄ το κρύο, εκατοντάδες για να μην πω χιλιάδες ανθρώπους. Ιδρωσαν μέσα σ' αυτα τα ρούχα, τίμια, δυνατά κορμιά μα και γαϊτανοφρυδούσες...
Μια SINGER χειροποίητη γινόταν στα χέρια της εργαλείο μαγικό και μας φαινόταν τότε το πιο πολύπλοκο πράγμα, καθρέφτης της τεχνοεπιστήμης και της τότε νεωτερικότητας. Και στο δάχτυλο πάντα με μια δαχτυλήθρα. Τη δαχτυλήθρα που πόσες φορές την ακούμπησε η βελόνα, πόσες ώρες, μέρες, χρόνια έραβε...
Τι συμπυκνώνει άραγε πάνω της, μέσα της; Μπορεί αυτή η δαχτυλήθρα να μη μου λέει το σωστό; Μπορεί να μη μου δίνει δύναμη; μου προσθέτει. Και εγώ αναλογίζομαι Με τι αρχέγονα υλικά φτιάχνει κανείς τον Κόσμο του, πώς τον στερεώνει, πώς βαδίζει προς ένα βίο με νόημα. Πώς το φρόνημα, το ήθος, η δύναμη, θεμελιώνεται πάνω στα απλά πράγματα. Σκεφτικός έμεινα και αμίλητος καθώς ο γερο-βοσκός μου μιλούσε. Κατάλαβε τον σκεπτικισμό μου και κοφτά μου προσθέτει. Γιατρέ, ο πετεινός λέει πάντα τη σωστή ώρα και όχι το ρολόι. Ακου που σου λέω. Από τέτοια ουράνια κερκέλια πιάνονται και κρατιούνται ο άνθρωποι παλαιάς κοπής και δεκάρα δεν δίδουν για μας τους ανθρώπους της επιστημονικής γνώσης, της εξέλιξης, του πολιτισμού, σκέφτομαι...
(Χανιώτικα νέα - 22/3/2013)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου