Μιχάλης Γρηγοράκης (1932 - 5/5/2008)
Του ΓΙΑΝΝΗ ΛΥΒΙΑΚΗ
"Των αστεριών την ξεγνασιά ποσόχω λαχταρήσει
του φεγγαριού το άσκιαχτο περπάτημα στη νύχτα
που όλο ξωθιές τρομάζουν την και φαντασμάτων μίση.
Κι αυτό το φως που κει ψηλά, στο φάρο, έτσι ώρες
μένει γαλήνιο, ξάστερο, και κάτω κι απ' τις μπόρες"
Μιχάλης Γρηγοράκης ("Ρίμες νοσταλγικές" , έκδοση 1978)
Ηταν πρόθυμος να δώσει και να μοιραστεί ο Μιχάλης Γρηγοράκης. Ηταν απλός γιατί μέσα του ήταν γεμάτος. Δεν ήθελε να αποδείξει τι είναι. Γιατί γνώριζε και όσοι τον γνωρίζαμε ξέραμε.
Ήταν Δεκέμβριος του 1990 όταν τον πρωτογνώρισα. Ο Μιχάλης, ακούραστος εργάτης του λόγου, της γραφής και της ανάγνωσης έως το τέλος. Αυστηρός όταν έπρεπε. Πάντα, με άποψη αλλά και χιούμορ. Αριστερός αλλά και κριτικός προς πάσαν κατεύθυνση. Γνώστης της ιστορίας και της λαογραφίας των Χανίων όσο ελάχιστοι. Οδοιπόρος του λιμανιού και της αγαπημένης του συνοικίας, της Νέας Χώρας, σε καθημερινή σχεδόν βάση.
"Ο δημοσιογράφος δεν μπορεί να μπαίνει σε ωράρια και πλαίσια. Η είδηση δεν έχει ωράριο", μου έλεγε συχνά, καθώς έκανε άνω - κάτω τα χαρτιά και τα δελτία Τύπου στο γραφείο, ψάχνοντας κάτι ενδιαφέρον για το αρχείο. Ένα αρχείο σπάνιο. Σπάνιος άνθρωπος ήταν και ο ίδιος. Και γλεντζές. Του άρεσε το γλέντι και η καλή παρέα. Το χαμόγελό του στις εκδηλώσεις των "Χανιώτικων Νέων" ήταν χαρακτηριστικό.
Όμως, ο "Μίγρης" ήταν και μοναχικός. Όπως κάθε ποιητής των ονείρων.
"Φεύγουν κακόμοιρη καρδιά τα χρόνια και γερνάμε
ψυχές, αστέρια σβήνουνται στο πέρασμα του χρόνου
του πόνου που μας τσάκιζε, τη δίνη, την ξεχνάμε.
Όμως στη θύμηση έρχονται, έτσι ανάρια, μόνο
αγάπες που μας στάθηκαν σαν αδερφές στο πόνο", έγραφε τον Απρίλη του '57.
"Απ' του θαμπού Φθινοπώρου τη λύπη χτυπημένα
τα φύλλα που όλο ζωή και χάρη τρελοπαίζαν
ω νάτα χάμου κοίτονται χλωμά και μαραμένα.
Σα θλιβερά ναυάγια βρίσκονται τώρα χάμου
χάμου όπως και της ζωής τα τόσα όνειρά μου", σημείωνε τον Σεπτέμβριο του '60.
Ήταν και ποιητής της πόλης που τόσο αγαπούσε.
"Αχ της ζωής ο καημός!.. Χανιώτικες μου ρούγες
που μέσα στην απλοική, ξένιαστη πολιτεία
απλώνεστε αρχοντικά σαν αετού φτερούγες
να σας περνώ, να σας θωρώ και να μη σας χορταίνω
και τη χαρά, το θαμασμό μέσα μου να πληθαίνω" (Γενάρης '62).
Τον "Μίγρη" τον γνώρισα καλύτερα μέσα από τις συζητήσεις μας για τους "τύπους" της πόλης, που έγινε και σειρά δημοσιευμάτων στα "Χ.Ν.". Πάντα τον ενδιέφερε να γνωρίζει μορφές και διαφορετικούς ανθρώπους των Χανίων. Και έτσι γνώρισε τον Σαλή, τον Μάραθα και πολλούς άλλους.
Το μαράζι του Μιχάλη Γρηγοράκη ήταν να αναβαθμιστεί η Δημοτική Βιβλιοθήκη. Το τελευταίο κείμενό του στα "Χανιώτικα Νέα" εξέφραζε την χαρά του γιατί έβλεπε πως αυτός του ο καημός είχε αρχίσει να γίνεται πραγματικότητα.
Και λίγες μέρες μετά από αυτό το κείμενο ο Μιγρης έφυγε.
Και εμείς, αισθανθήκαμε ένα τεράστιο κενό να υπάρχει στη δουλειά μας.
Το κενό ενός ανθρώπου που αγαπήσαμε. Ενός δασκάλου. Γιατί ο Μιχάλης ήταν δάσκαλος. Και όταν άνοιγε τις φτερούγες της γνώσης του, νιώθαμε μια ζεστή αγκαλιά να μας καλύπτει. Τώρα, στις γειτονιές του ουρανού και των άστρων, είμαι σίγουρος ότι θα συνεχίζει τις περιηγήσεις του εξερευνώντας το Σύμπαν και τα πλάσματά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου