Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

Νοσταλγία και πόθος στο πρώτο μυθιστόρημα του Λεωνίδα Κακάρογλου

Του ΓΙΑΝΝΗ ΛΥΒΙΑΚΗ
Μια ιστορία γεμάτη νοσταλγία, ζωή και πόθο για ελευθερία εκτυλίσσεται στο πρώτο μυθιστόρημα του Λεωνίδα Κακάρογλου "Η ζωή και τίποτ’ άλλο", το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από το "βιβλιοπωλείον της Εστίας". Η υπόθεση, από την οποία δεν απουσιάζουν οι παρεξηγήσεις και τα ευτράπελα, μπορεί να ιδωθεί ως κωμωδία, πίσω από την οποία, όμως, ασκείται κριτική για την κακώς εννοούμενη τουριστική ανάπτυξη αλλά και για την αυθαιρεσία της, κάθε μορφής, εξουσίας.
Βρισκόμαστε στο 1989 όταν η τρομοκρατική οργάνωση "Πολίτες Ενάντια στην Τουριστική Μόλυνση" συνταράσσει την κοινωνία μιας μικρής πόλης του Νότου, η οποία μόλις γνωρίζει την τουριστική ανάπτυξη και τα παρελκόμενά της όπως την… ηχορρύπανση. Την ίδια εποχή, οι μονοκατοικίες μειώνονται χάριν των πολυκατοικιών και οι πινακίδες γίνονται ξενόγλωσσες για να τις κατανοούν οι επισκέπτες.
Κάποιοι, υποφέρουν στη νέα αυτή κατάσταση. Και τρομοκρατούν την πόλη με τηλεφωνικές φάρσες για… έκρηξη βομβών σε τουριστικούς στόχους. Οι Διωκτικές Αρχές ξεκινούν ένα κυνήγι… μαγισσών, με αφορμή και μια έκρηξη στο αυτοκίνητο αστυνομικού, που, στην πραγματικότητα δεν έχει σχέση με τις φάρσες και συλλαμβάνουν σαν "τρομοκράτη" τον Βασίλη: Εναν νέο της πόλης, που εργάζεται ως dj στην ντισκοτέκ "Χρυσός Αιώνας". Το ανακριτικό έργο αναλαμβάνει ο δικαστής κύριος Ξενοφών, ο οποίος -εν μέσω μιας γνωριμίας του με μια νεαρή φλαουτίστα, που αναζητεί το νυχτερινό τρένο με το οποίο ταξιδεύει τις… νοσταλγίες της αλλά και με έναν άγνωστο που του μιλάει για τη σημασία της μνήμης  καλείται, γεμάτος ενοχές, να αποφασίσει για το αν ο Βασίλης είναι ή όχι τρομοκράτης. Γιατί, όμως, ο κύριος Ξενοφών έχει ενοχές; Μήπως ο ίδιος, ο οποίος δεν δέχεται να βλέπει τον τόπο του να αλλάζει, κρύβεται πίσω από τον φαρσέρ και τους "Πολίτες Ενάντια στην Τουριστική Μόλυνση";
Άλλωστε, λίγο πριν ο άγνωστος, τον οποίο είχε συναντήσει, του είχε πει: «Σε χίλια χρόνια από σήμερα, όταν η πόλη θα έχει καταστραφεί, δεν θα υπάρχουν μνημοσκόποι να ζωγραφίζουν την επιθυμία της μνήμης της, εκεί στα ερείπιά της, χαμένα μέσα σ’ εκατοντάδες κυβικά χώμα θα ανακαλύπτουν πλαστικά μπουκάλια και μπετόν. Μπετόν και πλαστικά μπουκάλια. Εκεί που φύτρωσε ο δίκταμος και το γιασεμί. Εδώ. Ο πολιτισμός μας είναι στρωματικός. Μην το ξεχνάτε. Κάθε στρώμα από χώμα και ένα στρώμα πολιτισμός. Αυτό που θα μείνει τελικά είναι η μνήμη. Η μνήμη».
Και τώρα, ο κύριος Ξενοφών μονολογεί:
«Πώς είχα μπερδευτεί σ’ αυτή την ιστορία! Η, μάλλον, πώς θα ξεμπέρδευα από αυτή την ιστορία… Για το άσχημο αίσθημα που είχαν στο στομάχι μου εδώ και ώρα κατάλαβα πως υπεύθυνες ήταν οι ενοχές. Οι αιώνιές μου ενοχές»… «Κούρασα τη ζωή μου σε αδιέξοδες προσπάθειες. Κούρασα τη ζωή μου χωρίς να ελπίζω πως από δω και στο εξής κάτι θ’ αλλάξει. Το λιμάνι ζούσε τη νύχτα του. Όπως χρόνια τώρα. Όπως αιώνες τώρα. Οι σκιές των ανθρώπων στη νύχτα, η νύχτα, οι θόρυβοι, οι κραυγές. Ελάχιστες λεπτομέρειες γι’ αυτούς που κρατούν σημειώσεις στα ημερολόγια της μνήμης τους. Κάποιοι ερωτεύονται, κάποιοι γεννιούνται και κάποιοι πεθαίνουν. Ο κύκλος αρχίζει, ο κύκλος τελειώνει».
Το μυθιστόρημα του Λεωνίδα Κακάρογλου, το οποίο κάλλιστα θα μπορούσε να αποτελέσει σενάριο κινηματογραφικής ταινίας, "ταξιδεύει" τον αναγνώστη για να στείλει, εν τέλει, μήνυμα για τη «ζωή και τίποτ’ άλλο». Η ανάγνωσή του είναι ευχάριστη και η υπόθεσή του συναρπαστική. Και ο Λεωνίδας Κακάρογλου, τον οποίο γνωρίσαμε ως επί χρόνια υπεύθυνο του Δημοτικού Κινηματογράφου "Κήπος" και ως ποιητή, πολιτογραφείται πλέον και ως σημαντικός πεζογράφος.
(Χανιώτικα νέα - 25/1/2012)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου