Έντυπη Έκδοση Ελευθεροτυπία, Τετάρτη 27 Ιουλίου 2011
Του ΓΙΑΝΝΗ ΛΥΒΙΑΚΗ
Ο Γουόλτερ Λάσαλι γεννήθηκε στο Βερολίνο τον Ιούλιο του 1926 και μετανάστευσε στην Αγγλία με την οικογένειά του. «Ηρθα -μας λέει- στην Ελλάδα πρώτη φορά το 1955. Με είχε καλέσει ο Μιχάλης Κακογιάννης χωρίς να με έχει δει, χωρίς να με γνωρίζει. Ηταν μετά από κάποια συνάντηση που είχε με τον Λίντσεϊ Αντερσον στις Κάνες όταν ο Κακογιάννης είχε πάει τη "Στέλλα" και ετοίμαζε "Το κορίτσι με τα μαύρα".
Ο ίδιος ο Λίντσεϊ Αντερσον του είπε: "Γιατί να μην πάρεις τον Γουόλτερ;". Και έστειλε έναν άνθρωπο στο Λονδίνο, κάναμε ένα απλό συμβόλαιο και ήρθα έτσι στην Ελλάδα. Τα τελευταία χρόνια που είμαι στην Κρήτη δεν είχε έρθει ο Μιχάλης Κακογιάννης και δεν τον είχα δει. Η τελευταία φορά που είχαμε μιλήσει στην Αθήνα ήταν πριν από τρία-τέσσερα χρόνια. Από ένα κανάλι είχαν ζητήσει από τον Κακογιάννη να έρθει στην Υδρα, στα μέρη του γυρίσματος της ταινίας "Το κορίτσι με τα μαύρα". Ο Κακογιάννης δεν αισθανόταν τόσο καλά τότε και μου είπε: "Ελα, Γουόλτερ, να πας εσύ". Αλλά μετά από αυτό δεν είχαμε επαφή».
Πώς ήταν γενικότερα η συνεργασία τους; «Με τον Μιχάλη Κακογιάννη είχαμε πάντοτε καλή συνεργασία γιατί είχαμε το ίδιο βλέμμα. Το σενάριο ήταν γραμμένο σε εικόνες, όχι σε σκηνές. Είχε τόσο καλή περιγραφή που μπορούσα να φανταστώ τι εικόνες είχε υπόψη του».
Ο Γουόλτερ Λάσαλι γύρισε έξι ταινίες με τον Μιχάλη Κακογιάννη. Επιθυμεί, ωστόσο, να αναφερθεί στις πέντε πρώτες και όχι στην έκτη. Οι πέντε αυτές ταινίες είναι: «Το κορίτσι με τα μαύρα», «Το τελευταίο ψέμα», «Ερόικα», «Ηλέκτρα» και «Ζορμπάς».
«Ο Κακογιάννης είχε πολύ ταλέντο και ήξερε από την αρχή τι ήθελε ακριβώς. Το σενάριο ήταν γραμμένο σε πλάνα, κάτι που συμβαίνει σπάνια. Δεν έχω δει άλλο τέτοιο σενάριο. Συνήθως τα σενάρια είναι γραμμένα σε σκηνές».
Εγχρωμος ή ασπρόμαυρος;
Οταν έφτασε η ώρα των γυρισμάτων του «Ζορμπά» έγινε συζήτηση για το αν θα ήταν ασπρόμαυρη η ταινία, όπως ήθελε ο κ. Λάσαλι, ή έγχρωμη, όπως πρότεινε ο Αντονι Κουίν. Οπως μας λέει ο κ. Λάσαλι:
«Οταν έφτασε η ώρα του "Ζορμπά", που ήταν η πέμπτη ταινία, δεν υπήρχε ανάγκη για συζήτηση γιατί ξέραμε όλοι πώς θα γίνει. Εμείς προτείναμε τον Αντονι Κουίν. Ο Κακογιάννης συμφώνησε και πήγε στην Αμερική και τον έφερε. Αλλά λίγες εβδομάδες πριν από την έναρξη των γυρισμάτων, ήρθε ο Κουίν και είπε στον Κακογιάννη: "Δεν θα ήταν καλύτερα να γυρίσουμε την ταινία έγχρωμη;". Εγώ ήμουν 100% αντίθετος. Και είπα ότι ποτέ δεν θα την έκανα έγχρωμη γιατί αυτή η ταινία έπρεπε να γίνει μαυρόασπρη. Και εκείνη τη χρονιά -1964- ήταν ακόμα δυνατόν να επιμένεις στο μαυρόασπρο, το οποίο τελείωσε δύο χρόνια μετά. Το γύρισμα κράτησε δεκαέξι εβδομάδες. Και τις πέντε από τις δεκαέξι ήμασταν στον Σταυρό. Τα υπόλοιπα γυρίσματα έγιναν στο παλιό λιμάνι. Ολες οι σκηνές που υποτίθεται ότι είναι στον Πειραιά, είναι στο παλιό λιμάνι των Χανίων. Το εσωτερικό της καμπάνας ήταν στα Νεώρια του παλιού λιμανιού».
Γιατί είσαστε υπέρ του ασπρόμαυρου φιλμ;
«Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το καταλάβεις. Δεν μπορεί να εξηγηθεί. Η "Ηλέκτρα", που ήταν καλύτερη από τον "Ζορμπά", γυρίστηκε τρία χρόνια πριν από τον Ζορμπά, είναι η καλύτερη ταινία που έχω κάνει. Και έχω κάνει συνολικά εβδομήντα μεγάλες ταινίες. Η "Ηλέκτρα" είναι οπωσδήποτε η καλύτερη. Νομίζω ότι είναι και η καλύτερη του Κακογιάννη. Αυτή δεν μπορείς να τη φανταστείς έγχρωμη. Στο έγχρωμο είναι όλα δεδομένα. Τα δέντρα είναι πράσινα, ο ουρανός είναι μπλε. Δεν μπορείς να το αλλάξεις».
Στην Κρήτη
Περίπου τριάντα χρόνια μετά, ο κ. Λάσαλι ως συνταξιούχος επέστρεψε στον Σταυρό. «Αποφάσισα να μείνω στην Κρήτη. Μ' άρεσε η Κρήτη από την πρώτη στιγμή και μου αρέσει ακόμα. Το Οσκαρ το είχα δώσει σε μια ταβέρνα στον Σταυρό, ακριβώς απέναντι από το σημείο που έγινε το γύρισμα. Είχα σκεφτεί: γιατί να μείνει σε ένα ράφι στο σπίτι και όχι στο σημείο αυτό του οποίου είναι μέρος; Η ιδέα ήταν ωραία και ρομαντική, όχι όμως πρακτική. Γιατί αυτό το Οσκαρ δεν ήταν σε θήκη. Ηταν δίπλα στο ταμείο. Και το άγγιζαν χιλιάδες άτομα και το φωτογράφιζαν κι έτσι έφυγε όλο το... χρυσό του. Δεν ήταν φτιαγμένο να το πιάσουν χίλια άτομα. Η κυρία Μαρία από την ταβέρνα "Χριστιάνα" το έστειλε στην Αθήνα και τώρα είναι αποκατεστημένο και ωραίο, αλλά σε θήκη στην ταβέρνα». *
info:Ο Γουόλτερ Λάσαλι ήταν ένα πρόσωπο-κλειδί στο περίφημο βρετανικό «new wave». Ξεκίνησε ως διευθυντής φωτογραφίας σε ντοκιμαντέρ και ταινίες μικρού μήκους της παρέας τού free cinema (Καρελ Ράις, Τόνι Ρίτσαρντσον, Λίντσεϊ Αντερσον) και τους ακολούθησε στα μεγάλης διάρκειας βήματά τους, καθορίζοντας μαζί τους το ρεαλιστικό βρετανικό κινηματογράφο του τέλους του '50 και των αρχών του '60.
Ξεχωρίζουν στη φιλμογραφία του τρεις ιστορικές ταινίες του Τόνι Ρίτσαρντσον: «Τομ Τζόουνς», με τους Αλμπερτ Φίνεϊ και Σουζάνα Γιορκ (1963), «Α taste of honey» (1961), με τη Ρίτα Τάνσιγκαμ και «Η μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων» (1962), με τους Μάικλ Ρεντγκρέιβ και Τομ Κόρτνεϊ.
Δούλεψε, ακόμη, σε αρκετές ταινίες του Τζέιμς Αϊβορι, όπως στην «Κάψα και σκόνη» (1982), με τις Τζούλι Κρίστι και Γκρέτα Σκάκι.
(Ελευθεροτυπία - 27/7/2011)
Link: http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=296811
Του ΓΙΑΝΝΗ ΛΥΒΙΑΚΗ
«Με τον Μιχάλη Κακογιάννη είχαμε πάντοτε καλή συνεργασία γιατί είχαμε το ίδιο βλέμμα. Το σενάριο ήταν γραμμένο σε εικόνες, όχι σε σκηνές». Με αυτά τα λόγια ο 84χρονος οπερατέρ Γουόλτερ Λάσαλι, ο οποίος ήρθε πρώτη φορά στην Ελλάδα ύστερα από πρόσκληση του Μιχάλη Κακογιάννη με τον οποίο γύρισε έξι ταινίες, μιλάει για τη γνωριμία του με το μεγάλο σκηνοθέτη που έφυγε προχθές από τη ζωή.
Παράλληλα, φέρνει στο νου του αναμνήσεις από τα γυρίσματα του «Ζορμπά» (1964) και από άλλες ταινίες, όπως την «Ηλέκτρα», την οποία θεωρεί την καλύτερή του. Στα Χανιά πρωτοήρθε λόγω του «Ζορμπά». Στον Σταυρό Ακρωτηρίου, όπου έγιναν γυρίσματα, κατοικεί μόνιμα από τότε που πήρε σύνταξη, εδώ και δεκατρία χρόνια. Σε ταβέρνα, απέναντι από την παραλία στην οποία έγιναν γυρίσματα, έχει δώσει το Οσκαρ φωτογραφίας με το οποίο βραβεύτηκε για τον «Ζορμπά». Ο Γουόλτερ Λάσαλι γεννήθηκε στο Βερολίνο τον Ιούλιο του 1926 και μετανάστευσε στην Αγγλία με την οικογένειά του. «Ηρθα -μας λέει- στην Ελλάδα πρώτη φορά το 1955. Με είχε καλέσει ο Μιχάλης Κακογιάννης χωρίς να με έχει δει, χωρίς να με γνωρίζει. Ηταν μετά από κάποια συνάντηση που είχε με τον Λίντσεϊ Αντερσον στις Κάνες όταν ο Κακογιάννης είχε πάει τη "Στέλλα" και ετοίμαζε "Το κορίτσι με τα μαύρα".
Ο ίδιος ο Λίντσεϊ Αντερσον του είπε: "Γιατί να μην πάρεις τον Γουόλτερ;". Και έστειλε έναν άνθρωπο στο Λονδίνο, κάναμε ένα απλό συμβόλαιο και ήρθα έτσι στην Ελλάδα. Τα τελευταία χρόνια που είμαι στην Κρήτη δεν είχε έρθει ο Μιχάλης Κακογιάννης και δεν τον είχα δει. Η τελευταία φορά που είχαμε μιλήσει στην Αθήνα ήταν πριν από τρία-τέσσερα χρόνια. Από ένα κανάλι είχαν ζητήσει από τον Κακογιάννη να έρθει στην Υδρα, στα μέρη του γυρίσματος της ταινίας "Το κορίτσι με τα μαύρα". Ο Κακογιάννης δεν αισθανόταν τόσο καλά τότε και μου είπε: "Ελα, Γουόλτερ, να πας εσύ". Αλλά μετά από αυτό δεν είχαμε επαφή».
Πώς ήταν γενικότερα η συνεργασία τους; «Με τον Μιχάλη Κακογιάννη είχαμε πάντοτε καλή συνεργασία γιατί είχαμε το ίδιο βλέμμα. Το σενάριο ήταν γραμμένο σε εικόνες, όχι σε σκηνές. Είχε τόσο καλή περιγραφή που μπορούσα να φανταστώ τι εικόνες είχε υπόψη του».
Ο Γουόλτερ Λάσαλι γύρισε έξι ταινίες με τον Μιχάλη Κακογιάννη. Επιθυμεί, ωστόσο, να αναφερθεί στις πέντε πρώτες και όχι στην έκτη. Οι πέντε αυτές ταινίες είναι: «Το κορίτσι με τα μαύρα», «Το τελευταίο ψέμα», «Ερόικα», «Ηλέκτρα» και «Ζορμπάς».
«Ο Κακογιάννης είχε πολύ ταλέντο και ήξερε από την αρχή τι ήθελε ακριβώς. Το σενάριο ήταν γραμμένο σε πλάνα, κάτι που συμβαίνει σπάνια. Δεν έχω δει άλλο τέτοιο σενάριο. Συνήθως τα σενάρια είναι γραμμένα σε σκηνές».
Εγχρωμος ή ασπρόμαυρος;
Οταν έφτασε η ώρα των γυρισμάτων του «Ζορμπά» έγινε συζήτηση για το αν θα ήταν ασπρόμαυρη η ταινία, όπως ήθελε ο κ. Λάσαλι, ή έγχρωμη, όπως πρότεινε ο Αντονι Κουίν. Οπως μας λέει ο κ. Λάσαλι:
«Οταν έφτασε η ώρα του "Ζορμπά", που ήταν η πέμπτη ταινία, δεν υπήρχε ανάγκη για συζήτηση γιατί ξέραμε όλοι πώς θα γίνει. Εμείς προτείναμε τον Αντονι Κουίν. Ο Κακογιάννης συμφώνησε και πήγε στην Αμερική και τον έφερε. Αλλά λίγες εβδομάδες πριν από την έναρξη των γυρισμάτων, ήρθε ο Κουίν και είπε στον Κακογιάννη: "Δεν θα ήταν καλύτερα να γυρίσουμε την ταινία έγχρωμη;". Εγώ ήμουν 100% αντίθετος. Και είπα ότι ποτέ δεν θα την έκανα έγχρωμη γιατί αυτή η ταινία έπρεπε να γίνει μαυρόασπρη. Και εκείνη τη χρονιά -1964- ήταν ακόμα δυνατόν να επιμένεις στο μαυρόασπρο, το οποίο τελείωσε δύο χρόνια μετά. Το γύρισμα κράτησε δεκαέξι εβδομάδες. Και τις πέντε από τις δεκαέξι ήμασταν στον Σταυρό. Τα υπόλοιπα γυρίσματα έγιναν στο παλιό λιμάνι. Ολες οι σκηνές που υποτίθεται ότι είναι στον Πειραιά, είναι στο παλιό λιμάνι των Χανίων. Το εσωτερικό της καμπάνας ήταν στα Νεώρια του παλιού λιμανιού».
Γιατί είσαστε υπέρ του ασπρόμαυρου φιλμ;
«Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το καταλάβεις. Δεν μπορεί να εξηγηθεί. Η "Ηλέκτρα", που ήταν καλύτερη από τον "Ζορμπά", γυρίστηκε τρία χρόνια πριν από τον Ζορμπά, είναι η καλύτερη ταινία που έχω κάνει. Και έχω κάνει συνολικά εβδομήντα μεγάλες ταινίες. Η "Ηλέκτρα" είναι οπωσδήποτε η καλύτερη. Νομίζω ότι είναι και η καλύτερη του Κακογιάννη. Αυτή δεν μπορείς να τη φανταστείς έγχρωμη. Στο έγχρωμο είναι όλα δεδομένα. Τα δέντρα είναι πράσινα, ο ουρανός είναι μπλε. Δεν μπορείς να το αλλάξεις».
Στην Κρήτη
Περίπου τριάντα χρόνια μετά, ο κ. Λάσαλι ως συνταξιούχος επέστρεψε στον Σταυρό. «Αποφάσισα να μείνω στην Κρήτη. Μ' άρεσε η Κρήτη από την πρώτη στιγμή και μου αρέσει ακόμα. Το Οσκαρ το είχα δώσει σε μια ταβέρνα στον Σταυρό, ακριβώς απέναντι από το σημείο που έγινε το γύρισμα. Είχα σκεφτεί: γιατί να μείνει σε ένα ράφι στο σπίτι και όχι στο σημείο αυτό του οποίου είναι μέρος; Η ιδέα ήταν ωραία και ρομαντική, όχι όμως πρακτική. Γιατί αυτό το Οσκαρ δεν ήταν σε θήκη. Ηταν δίπλα στο ταμείο. Και το άγγιζαν χιλιάδες άτομα και το φωτογράφιζαν κι έτσι έφυγε όλο το... χρυσό του. Δεν ήταν φτιαγμένο να το πιάσουν χίλια άτομα. Η κυρία Μαρία από την ταβέρνα "Χριστιάνα" το έστειλε στην Αθήνα και τώρα είναι αποκατεστημένο και ωραίο, αλλά σε θήκη στην ταβέρνα». *
info:Ο Γουόλτερ Λάσαλι ήταν ένα πρόσωπο-κλειδί στο περίφημο βρετανικό «new wave». Ξεκίνησε ως διευθυντής φωτογραφίας σε ντοκιμαντέρ και ταινίες μικρού μήκους της παρέας τού free cinema (Καρελ Ράις, Τόνι Ρίτσαρντσον, Λίντσεϊ Αντερσον) και τους ακολούθησε στα μεγάλης διάρκειας βήματά τους, καθορίζοντας μαζί τους το ρεαλιστικό βρετανικό κινηματογράφο του τέλους του '50 και των αρχών του '60.
Ξεχωρίζουν στη φιλμογραφία του τρεις ιστορικές ταινίες του Τόνι Ρίτσαρντσον: «Τομ Τζόουνς», με τους Αλμπερτ Φίνεϊ και Σουζάνα Γιορκ (1963), «Α taste of honey» (1961), με τη Ρίτα Τάνσιγκαμ και «Η μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων» (1962), με τους Μάικλ Ρεντγκρέιβ και Τομ Κόρτνεϊ.
Δούλεψε, ακόμη, σε αρκετές ταινίες του Τζέιμς Αϊβορι, όπως στην «Κάψα και σκόνη» (1982), με τις Τζούλι Κρίστι και Γκρέτα Σκάκι.
(Ελευθεροτυπία - 27/7/2011)
Link: http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=296811
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου