«Και εάν, κατά τη γνώμη μου πάντα, οι νεότερες γενιές θεατρίνων στα Χανιά, θα έπρεπε να θυμούνται και να εμπνέονται σε κάτι από την περίπτωση Γιάννη Κύρου, αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο από την τελειοθηρία του και την ακάματη δημιουργική του δύναμη για την επίτευξη του καλύτερου και όχι απλώς του καλού».
Με αυτά τα λόγια, ανάμεσα σε άλλα, ο σκηνοθέτης, ηθοποιός και ψυχή του θεάτρου "Κυδωνία" Μιχάλης Βιρβιδάκη μίλησε για τον Γιάννη Κύρου στο πλαίσιο των παράλληλων εκδηλώσεων της έκθεσης: «Ο Κόσμος του Γιάννη Κύρου. Σκηνικά, κοστούμια, και αρχειακό υλικό από το θέατρο, το χορό, τη μουσική και την τηλεόραση», η οποία πραγματοποιήθηκε από τις 12 Οκτωβρίου 2015 έως τις 12 Φεβρουαρίου 2016 στη Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων.
Οπως είχε ανακοινώσει η Δημοτική Πινακοθήκη, «η συλλογή ανήκει στο Χανιώτη ηθοποιό Λευτέρη Λαμπράκη, που είναι και ο επιμελητής της έκθεσης και ο οποίος προτίθεται να δωρίσει με την μορφή μόνιμου δανείου, το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του που θα εκτεθεί, στην Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων».
Στόχος της έκθεσης ήταν «να αναδείξει το συνολικό έργο του σκηνογράφου –σκηνοθέτη Γιάννη Κύρου στο Θέατρο και την Τηλεόραση, στο Χορό και τη Μουσική. Να γνωρίσουμε την έκφραση και την εποχή του».
Κατά τη διάρκεια της έκθεσης πραγματοποιήθηκαν παράλληλες εκδηλώσεις από Χανιώτες καλλιτέχνες που έχουν σχέση με τις παραστατικές τέχνες. Το θέατρο, το χορό και τη μουσική. Στις παραστάσεις που πλαισίωσαν την έκθεση έλαβαν μέρος: Ο Μιχάλης Βιρβιδάκης, η Πολιτιστική Ομάδα Αρένα, το Θέατρο Βιολέτα – Μ. Βλαχάκη, Ο Σύλλογος Φίλων Θεάτρου Χανίων, το Θέατρο 73100, η Σοφία Φαλιέρου, η Μουσική Ομάδα του Καλούτση, Κατερίνα Ντινοπούλου, Ομάδα Killing the Fly, η Μαρία Μεντέζ, Θεατρική σκηνή Ρίτσας Χατζιδάκη, Ομάδα Πασπαρτού, Stand-up comedy με το Γιώργος Πογιατζή, Δέσποινα Δρακάκη, Ελισάβετ Βερούλη με τον Δημήτρη Ντρουμπογιάννη, η Χορευτική Ομάδα Έφης Καλούτση, η Ομάδα Μουσικού σχολείου, ο Λεωνίδας Μανωλικάκης και πολλοί άλλοι.
Στο πλαίσιο των παράλληλων εκδηλώσεων ο Μιχάλης Βιρβιδάκης παρουσίασε τη "Σονάτα του Σεληνόφωτος" του Γιάννη Ρίτσου και μίλησε για τον Γιάννη Κύρου το απόγευμα της Πέμπτης 4 Φεβρουαρίου 2016.
Ολόκληρη η ομιλία του κ. Βιρβιδάκη έχει ως εξής:
Του ΜΙΧΑΛΗ ΒΙΡΒΙΔΑΚΗ*
Πριν ξεκινήσω την ανάγνωση της Σονάτας θεωρώ υποχρέωσή μου να ευχαριστήσω τον Πρόεδρο της Πινακοθήκης Χανίων κ. Γιώργο Βαρουδάκη καθώς και την προϊσταμένη της Πινακοθήκης κα Αθηνά Γιαννουλάκη αλλά και τον συνάδελφο ηθοποιό Λευτέρη Λαμπράκη για την τιμητική πρόσκληση που μου έγινε να συμμετέχω ενεργά στις εκδηλώσεις στη μνήμη του αξέχαστου καλλιτέχνη του θεάτρου μας Γιάννη Κύρου. Και θεωρώ σωστό, μια και η εκδήλωση γίνεται στη μνήμη ενός ανθρώπου που αγάπησε τα Χανιά, εργάστηκε στα Χανιά και άφησε εδώ το δικό του αδιαμφισβήτητο καλλιτεχνικό αποτύπωμα, να πω κι εγώ δυο λόγια γι αυτόν, καθώς οι πορείες μας μπορεί να μην συναντήθηκαν ποτέ στην θεατρική πράξη, όμως οι τροχιές τους επανειλημμένα συνέπεσαν στην πόλη αυτή.
Δεν θα σας κουράσω με βιογραφικά στοιχεία που τεκμαίρουν την αξία και την προσφορά του Γιάννη Κύρου στο Ελληνικό θέατρο γενικότερα, φαντάζομαι πως αυτός ο τομέας θα έχει καλυφθεί άλλωστε από άλλους ομιλητές στις προηγούμενες εκδηλώσεις αλλά και από την ίδια την έκθεση των έργων του στους χώρους της Πινακοθήκης. Εγώ θα μιλήσω μόνον γι αυτά που έπεσαν στη δική μου αντίληψη. Θα μιλήσω προσωπικά.
Κατ’ αρχήν να σας πω, πως τον Γιάννη τον γνώρισα το καλοκαίρι του 1983 στον Φιρκά, στα πρώτα μου επαγγελματικά βήματα, κατά τη διάρκεια του workshop των διεθνούς φήμης, αξέχαστων ανθρώπων του θεάτρου, Ρούμπεν Φράνκα και Χόρχε Μπερνάντι πάνω στον «Κρητικό Πόλεμο» του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή, ενός ποιητικού έργου που διεκτραγωδούσε τον άνισο πόλεμο των Κρητοενετών εναντίον των Τούρκων κατακτητών την περίοδο 1645-1669. Επρόκειτο για μια ερευνητική δουλειά, 40 ημερών, υπό την αιγίδα του Δημοτικού θεάτρου Κρήτης, και στην οποία συμμετείχαμε περί τους 20 ηθοποιούς υπό την σκηνοθετική κατεύθυνση του Ρούμπεν και την ενδυματολογική και σκηνογραφική ματιά του Χόρχε. Ο Γιάννης Κύρου την ίδια εποχή εργαζόταν ως σκηνογράφος στην καλοκαιρινή παραγωγή του Δημοτικού Θεάτρου Κρήτης πάνω στο έργο του Κρητικού Θεάτρου «Ζήνων», αγνώστου συγγραφέα. Ήταν σχεδόν φυσικό να συναντιόμαστε οι δύο ομάδες, Ζήνων και Κρητικός Πόλεμος, γιατί οι πρόβες και των δύο σχημάτων γινότανε τότε στις εγκαταστάσεις και τις αίθουσες του Φιρκά. Αυτό λοιπόν που μου έχει μείνει από την εποχή εκείνη είναι το αμέριστο συναδελφικό ενδιαφέρον και η ανιδιοτελής προσφορά του Γιάννη, να βοηθήσει την δουλειά του εξαίρετου συναδέλφου του και φιλοξενούμενου στα Χανιά Χόρχε. Ήταν φυσικό ο Γιάννης να γνωρίζει πολύ καλύτερα από τον άρτι αφιχθέντα ξένο, όλα τα κατατόπια της πόλης, μαγαζιά με υφάσματα, κορδέλες, βίδες, ξυλουργεία για κατασκευές, μαστόρους, χρώματα όλα τα υλικά που θα χρειαζόταν για την υλοποίηση της παράστασης. Πληροφορίες που φυσικά παρείχε αφειδώς στον συνάδελφό του. Τους θυμάμαι και τους δύο να περνάνε ώρες μαζί συζητώντας με νοήματα, καθώς ο Χόρχε μιλούσε μόνον Αργεντίνικα, πάνω στις κατασκευαστικές λεπτομέρειες των σκηνικών, των κουστουμιών και των αξεσουάρ της παράστασης και των ηθοποιών. Θυμάμαι τον Γιάννη να προσφέρει ακόμα και χειρωνακτική εργασία στις κατασκευές βοηθώντας τον καημένο τον Χόρχε να επιτελέσει το Ηράκλειο έργο να ντύσει 20 ηθοποιούς, και να κατασκευάσει όλα τα σκηνικά και τα αξεσουάρ εντός ελαχίστων ημερών μια και το workshop, όπως προανέφερα, θα διαρκούσε μόνο 40 ημέρες, την 41η είχαμε πρεμιέρα! Οι μισές των οποίων είχαν ήδη ξοδευτεί στις σωματικές ασκήσεις, στις ασκήσεις επικοινωνίας και στην καθοδήγηση του όλου εγχειρήματος από τον Ρούμπεν Φράνκα. Και όλη εκείνη η βοήθεια προσφερόταν από το υστέρημα του χρόνου του, γιατί ο Γιάννης, και το τονίζω αυτό, δούλευε εκ παραλλήλου τα δικά του σκηνικά σε μια εξαιρετικά απαιτητική παραγωγή του Κρητικού Αναγεννησιακού Θεάτρου όπως σας είπα. Τους θυμάμαι να εργάζονται ασταμάτητα μέχρι τις πολύ πρωινές ώρες, όπως άλλωστε και όλοι οι ηθοποιοί, για να καταφέρουν και καταφέρουμε να παρουσιάσουμε την παράσταση με τον πλέον άψογο τρόπο.
Αυτή ήταν η πρώτη μου εικόνα, η γνωριμία μου με τον σκηνογράφο αλλά και τον άνθρωπο Γιάννη Κύρου. Η δεύτερη εικόνα είναι αρκετά χρόνια αργότερα όταν επισκεπτόμενος την πόλη μας, τότε ζούσα στην Αθήνα και ερχόμουν στην Χανιά Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρια, πέφτει στην αντίληψή μου μία παράσταση μιας ομάδας με την επωνυμία ΑΡΕΝΑ της οποίας σκηνοθέτης και καθοδηγητής της ήταν ο σκηνογράφος Γιάννης Κύρου.
Επρόκειτο για το «Φιόρο του Λεβάντε» του Ξενόπουλου το οποίο παρουσιαζόταν σε μια υπόγεια αίθουσα, διασκευασμένη επί τούτου σε θέατρο, κοντά στην αγορά, επί της οδού Πλαστήρα. Και φυσικά πήγα αμέσως, όπως πήγαινα πάντα και σε όλες τις άλλες παραστάσεις συναδέλφων που εργάζονταν εκείνα τα χρόνια στην πόλη ανεξάρτητα από το εάν επρόκειτο για ερασιτεχνικές, ημιερασιτεχνικές ή επαγγελματικές. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την έκπληξή μου από αυτό που είδα! Επρόκειτο για μια καθαρά επαγγελματική παράσταση συνόλου, άρτια οργανωμένη, καλού γούστου και το κυριότερο όλοι οι ηθοποιοί, καίτοι μη επαγγελματίες, ήταν επιλεγμένοι και καθοδηγημένοι σωστά, (πράγμα, επιτρέψτε μου να το πω, σπάνιο και όχι μόνο για την πόλη των Χανίων) απέφευγαν τις γνωστές υπερβολές των ερασιτεχνών, και υπηρετούσαν άψογα, καθένας από τον ρόλο του, μια εξαιρετική παράσταση που αναδείκνυε το έργο, την εποχή του, το χιούμορ και το ύφος του συγγραφέα. Ακόμα και τώρα, μετά από πολλά χρόνια που ξανασκέφτομαι εκείνη την παράσταση, θα ήθελα να πω με απόλυτη βεβαιότητα, πως εκείνο που την έκανε να διαφέρει από τις ανάλογες προσπάθειες άλλων θεατρικών σχημάτων της πόλης εκείνα τα χρόνια, ακόμα και επαγγελματικών σχημάτων, ήταν πως δεν διέκρινες στην παράσταση το γνωστό «άλλοθι» της επαρχίας. Αυτό το συνηθισμένο και άκρως διαδεδομένο, ακόμα και στις μέρες μας, «δε βαριέσαι, στην επαρχία δουλεύουμε, δεν χρειάζεται να τα κάνουμε και όλα τέλεια. Και σιγά μην καταλάβουν οι επαρχιώτες κοκ» Όχι, στην παράσταση του Γιάννη όλα, η κάθε λεπτομέρεια ήταν δουλεμένη εξαντλητικά, οι στόχοι που έβαζε ήταν άκρως υψηλοί και επαγγελματικοί, και ας μην δούλευε με επαγγελματίες, δεν υποτιμούσε την νοημοσύνη του κοινού του, το ένοιωθες στο παίξιμο των ηθοποιών, το έβλεπες στα κοστούμια, το αισθανόσουν στη διαμόρφωση του σκηνικού χώρου. Παντού μύριζε μεράκι και καλό ποιοτικό θέατρο. Πουθενά δεν έβλεπες να έχει κάνει εκπτώσεις στο καλλιτεχνικό του όραμα. Ακόμα και στα σημεία που δεν πετύχαινε τον στόχο του, η δουλειά του ήταν τόσο προχωρημένη και εμφανής που δεν σε ενοχλούσε γιατί μπορούσες και συμπλήρωνες το υπόλοιπο με τη φαντασία σου. Ομολογώ, και το λέω μετά λόγου γνώσεως, και χωρίς να θέλω να θίξω άλλους συναδέλφους, πως η δουλειά του Κύρου εκείνα τα χρόνια ήταν για μένα ό,τι πολυτιμότερο μπορούσες να συναντήσεις καλλιτεχνικά στην πόλη μας, μια πραγματική όαση που συνδύαζε άριστα το πνεύμα και την πράξη σε ένα ενιαίο αισθητικό θεατρικό σύνολο. Και εάν, κατά τη γνώμη μου πάντα, οι νεότερες γενιές θεατρίνων στα Χανιά, θα έπρεπε να θυμούνται και να εμπνέονται σε κάτι από την περίπτωση Γιάννη Κύρου, αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο από την τελειοθηρία του και την ακάματη δημιουργική του δύναμη για την επίτευξη του καλύτερου και όχι απλώς του καλού! Γιατί ο ύψιστος κριτής της απόδοσης ενός καλλιτέχνη είναι πάντα ο ίδιος ο εαυτός του. Η αυστηρότητα με την οποία κρίνει ο ίδιος τα έργα του. Ελπίζω οι άνθρωποι του θεάτρου που με ακούνε τώρα να καταλαβαίνουν τι θέλω να πω. Σας ευχαριστώ πολύ.
Μ.Β.
Χανιά, 4. 2. 2016
ΥΓ. Έχω δημοσιεύσει εκτενή αναφορά και ανάλυση της μεθόδου των Ρούμπεν Φράνκα και Χόρχε Μπερνάντι στο workshop «Κρητικός Πόλεμος» του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή, στο περιοδικό ΔΡΩΜΕΝΑ του Νίκου Λαγκαδινού, τεύχος 4.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΥΡΟΥ
Ο Γιάννης Κύρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1942. Σπούδασε σκηνογραφία και ενδυματολογία με τον FABIOUS VON EUGEL και ELLI BUTTNER στη Γερμανία και με τον Βασίλη Βασιλειάδη, στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, στην Αθήνα. Το 1966 μαθήτευσε κοντά στον Γιάννη Τσαρούχη.
Από το 1965 άρχισε να σκηνογραφεί. Συνεργάστηκε με το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, το Εθνικό θέατρο, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας, το Θεσσαλικό Θέατρο, τους Δεσμούς της Ασπασίας Παπαθανασίου, το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κρήτης. Στο Ελεύθερο Θέατρο συνεργάστηκε με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, τον Αλέκο Αλεξανδράκη, την Αντιγόνη Βαλάκου, τον Κώστα Βουτσά, τη Ζωή Λάσκαρη και πολλούς άλλους ηθοποιούς – θιασάρχες.
Υπέγραψε περισσότερες από εκατό τηλεοπτικές παραγωγές, μεταξύ των οποίων το Θέατρο της Δευτέρας και την σειρά Αστροφεγγιά. Το 1982 βρέθηκε στα Χανιά, αποφασισμένος να ζήσει και να δημιουργήσει εδώ. Οι ξεχασμένοι χώροι και οι υποβαθμισμένες περιοχές με την ιδιαίτερη αισθητική τους ασκούσαν μαγνητική επιρροή στο καλλιτεχνικό του πνεύμα. Ίδρυσε την Πειραματική Καλλιτεχνική Ομάδα ΑΡΕΝΑ, η οποία ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα. Έκανε λαϊκό θέατρο χωρίς καμία παραχώρηση στην ποιότητα και συγχρόνως δοκίμαζε διαφορετικά είδη θεάτρου, δημιουργώντας τη δική του πρόταση. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του τις πέρασε σχεδιάζοντας να ανεβάσει στη Σκηνή, τους Δεκαπέντε Εσπερινούς του Μάνου Χατζιδάκι. Έφυγε από τη ζωή το 1991.
Με αυτά τα λόγια, ανάμεσα σε άλλα, ο σκηνοθέτης, ηθοποιός και ψυχή του θεάτρου "Κυδωνία" Μιχάλης Βιρβιδάκη μίλησε για τον Γιάννη Κύρου στο πλαίσιο των παράλληλων εκδηλώσεων της έκθεσης: «Ο Κόσμος του Γιάννη Κύρου. Σκηνικά, κοστούμια, και αρχειακό υλικό από το θέατρο, το χορό, τη μουσική και την τηλεόραση», η οποία πραγματοποιήθηκε από τις 12 Οκτωβρίου 2015 έως τις 12 Φεβρουαρίου 2016 στη Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων.
Οπως είχε ανακοινώσει η Δημοτική Πινακοθήκη, «η συλλογή ανήκει στο Χανιώτη ηθοποιό Λευτέρη Λαμπράκη, που είναι και ο επιμελητής της έκθεσης και ο οποίος προτίθεται να δωρίσει με την μορφή μόνιμου δανείου, το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του που θα εκτεθεί, στην Δημοτική Πινακοθήκη Χανίων».
Στόχος της έκθεσης ήταν «να αναδείξει το συνολικό έργο του σκηνογράφου –σκηνοθέτη Γιάννη Κύρου στο Θέατρο και την Τηλεόραση, στο Χορό και τη Μουσική. Να γνωρίσουμε την έκφραση και την εποχή του».
Κατά τη διάρκεια της έκθεσης πραγματοποιήθηκαν παράλληλες εκδηλώσεις από Χανιώτες καλλιτέχνες που έχουν σχέση με τις παραστατικές τέχνες. Το θέατρο, το χορό και τη μουσική. Στις παραστάσεις που πλαισίωσαν την έκθεση έλαβαν μέρος: Ο Μιχάλης Βιρβιδάκης, η Πολιτιστική Ομάδα Αρένα, το Θέατρο Βιολέτα – Μ. Βλαχάκη, Ο Σύλλογος Φίλων Θεάτρου Χανίων, το Θέατρο 73100, η Σοφία Φαλιέρου, η Μουσική Ομάδα του Καλούτση, Κατερίνα Ντινοπούλου, Ομάδα Killing the Fly, η Μαρία Μεντέζ, Θεατρική σκηνή Ρίτσας Χατζιδάκη, Ομάδα Πασπαρτού, Stand-up comedy με το Γιώργος Πογιατζή, Δέσποινα Δρακάκη, Ελισάβετ Βερούλη με τον Δημήτρη Ντρουμπογιάννη, η Χορευτική Ομάδα Έφης Καλούτση, η Ομάδα Μουσικού σχολείου, ο Λεωνίδας Μανωλικάκης και πολλοί άλλοι.
Στο πλαίσιο των παράλληλων εκδηλώσεων ο Μιχάλης Βιρβιδάκης παρουσίασε τη "Σονάτα του Σεληνόφωτος" του Γιάννη Ρίτσου και μίλησε για τον Γιάννη Κύρου το απόγευμα της Πέμπτης 4 Φεβρουαρίου 2016.
Ολόκληρη η ομιλία του κ. Βιρβιδάκη έχει ως εξής:
Του ΜΙΧΑΛΗ ΒΙΡΒΙΔΑΚΗ*
Πριν ξεκινήσω την ανάγνωση της Σονάτας θεωρώ υποχρέωσή μου να ευχαριστήσω τον Πρόεδρο της Πινακοθήκης Χανίων κ. Γιώργο Βαρουδάκη καθώς και την προϊσταμένη της Πινακοθήκης κα Αθηνά Γιαννουλάκη αλλά και τον συνάδελφο ηθοποιό Λευτέρη Λαμπράκη για την τιμητική πρόσκληση που μου έγινε να συμμετέχω ενεργά στις εκδηλώσεις στη μνήμη του αξέχαστου καλλιτέχνη του θεάτρου μας Γιάννη Κύρου. Και θεωρώ σωστό, μια και η εκδήλωση γίνεται στη μνήμη ενός ανθρώπου που αγάπησε τα Χανιά, εργάστηκε στα Χανιά και άφησε εδώ το δικό του αδιαμφισβήτητο καλλιτεχνικό αποτύπωμα, να πω κι εγώ δυο λόγια γι αυτόν, καθώς οι πορείες μας μπορεί να μην συναντήθηκαν ποτέ στην θεατρική πράξη, όμως οι τροχιές τους επανειλημμένα συνέπεσαν στην πόλη αυτή.
Δεν θα σας κουράσω με βιογραφικά στοιχεία που τεκμαίρουν την αξία και την προσφορά του Γιάννη Κύρου στο Ελληνικό θέατρο γενικότερα, φαντάζομαι πως αυτός ο τομέας θα έχει καλυφθεί άλλωστε από άλλους ομιλητές στις προηγούμενες εκδηλώσεις αλλά και από την ίδια την έκθεση των έργων του στους χώρους της Πινακοθήκης. Εγώ θα μιλήσω μόνον γι αυτά που έπεσαν στη δική μου αντίληψη. Θα μιλήσω προσωπικά.
Κατ’ αρχήν να σας πω, πως τον Γιάννη τον γνώρισα το καλοκαίρι του 1983 στον Φιρκά, στα πρώτα μου επαγγελματικά βήματα, κατά τη διάρκεια του workshop των διεθνούς φήμης, αξέχαστων ανθρώπων του θεάτρου, Ρούμπεν Φράνκα και Χόρχε Μπερνάντι πάνω στον «Κρητικό Πόλεμο» του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή, ενός ποιητικού έργου που διεκτραγωδούσε τον άνισο πόλεμο των Κρητοενετών εναντίον των Τούρκων κατακτητών την περίοδο 1645-1669. Επρόκειτο για μια ερευνητική δουλειά, 40 ημερών, υπό την αιγίδα του Δημοτικού θεάτρου Κρήτης, και στην οποία συμμετείχαμε περί τους 20 ηθοποιούς υπό την σκηνοθετική κατεύθυνση του Ρούμπεν και την ενδυματολογική και σκηνογραφική ματιά του Χόρχε. Ο Γιάννης Κύρου την ίδια εποχή εργαζόταν ως σκηνογράφος στην καλοκαιρινή παραγωγή του Δημοτικού Θεάτρου Κρήτης πάνω στο έργο του Κρητικού Θεάτρου «Ζήνων», αγνώστου συγγραφέα. Ήταν σχεδόν φυσικό να συναντιόμαστε οι δύο ομάδες, Ζήνων και Κρητικός Πόλεμος, γιατί οι πρόβες και των δύο σχημάτων γινότανε τότε στις εγκαταστάσεις και τις αίθουσες του Φιρκά. Αυτό λοιπόν που μου έχει μείνει από την εποχή εκείνη είναι το αμέριστο συναδελφικό ενδιαφέρον και η ανιδιοτελής προσφορά του Γιάννη, να βοηθήσει την δουλειά του εξαίρετου συναδέλφου του και φιλοξενούμενου στα Χανιά Χόρχε. Ήταν φυσικό ο Γιάννης να γνωρίζει πολύ καλύτερα από τον άρτι αφιχθέντα ξένο, όλα τα κατατόπια της πόλης, μαγαζιά με υφάσματα, κορδέλες, βίδες, ξυλουργεία για κατασκευές, μαστόρους, χρώματα όλα τα υλικά που θα χρειαζόταν για την υλοποίηση της παράστασης. Πληροφορίες που φυσικά παρείχε αφειδώς στον συνάδελφό του. Τους θυμάμαι και τους δύο να περνάνε ώρες μαζί συζητώντας με νοήματα, καθώς ο Χόρχε μιλούσε μόνον Αργεντίνικα, πάνω στις κατασκευαστικές λεπτομέρειες των σκηνικών, των κουστουμιών και των αξεσουάρ της παράστασης και των ηθοποιών. Θυμάμαι τον Γιάννη να προσφέρει ακόμα και χειρωνακτική εργασία στις κατασκευές βοηθώντας τον καημένο τον Χόρχε να επιτελέσει το Ηράκλειο έργο να ντύσει 20 ηθοποιούς, και να κατασκευάσει όλα τα σκηνικά και τα αξεσουάρ εντός ελαχίστων ημερών μια και το workshop, όπως προανέφερα, θα διαρκούσε μόνο 40 ημέρες, την 41η είχαμε πρεμιέρα! Οι μισές των οποίων είχαν ήδη ξοδευτεί στις σωματικές ασκήσεις, στις ασκήσεις επικοινωνίας και στην καθοδήγηση του όλου εγχειρήματος από τον Ρούμπεν Φράνκα. Και όλη εκείνη η βοήθεια προσφερόταν από το υστέρημα του χρόνου του, γιατί ο Γιάννης, και το τονίζω αυτό, δούλευε εκ παραλλήλου τα δικά του σκηνικά σε μια εξαιρετικά απαιτητική παραγωγή του Κρητικού Αναγεννησιακού Θεάτρου όπως σας είπα. Τους θυμάμαι να εργάζονται ασταμάτητα μέχρι τις πολύ πρωινές ώρες, όπως άλλωστε και όλοι οι ηθοποιοί, για να καταφέρουν και καταφέρουμε να παρουσιάσουμε την παράσταση με τον πλέον άψογο τρόπο.
Αυτή ήταν η πρώτη μου εικόνα, η γνωριμία μου με τον σκηνογράφο αλλά και τον άνθρωπο Γιάννη Κύρου. Η δεύτερη εικόνα είναι αρκετά χρόνια αργότερα όταν επισκεπτόμενος την πόλη μας, τότε ζούσα στην Αθήνα και ερχόμουν στην Χανιά Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρια, πέφτει στην αντίληψή μου μία παράσταση μιας ομάδας με την επωνυμία ΑΡΕΝΑ της οποίας σκηνοθέτης και καθοδηγητής της ήταν ο σκηνογράφος Γιάννης Κύρου.
Επρόκειτο για το «Φιόρο του Λεβάντε» του Ξενόπουλου το οποίο παρουσιαζόταν σε μια υπόγεια αίθουσα, διασκευασμένη επί τούτου σε θέατρο, κοντά στην αγορά, επί της οδού Πλαστήρα. Και φυσικά πήγα αμέσως, όπως πήγαινα πάντα και σε όλες τις άλλες παραστάσεις συναδέλφων που εργάζονταν εκείνα τα χρόνια στην πόλη ανεξάρτητα από το εάν επρόκειτο για ερασιτεχνικές, ημιερασιτεχνικές ή επαγγελματικές. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την έκπληξή μου από αυτό που είδα! Επρόκειτο για μια καθαρά επαγγελματική παράσταση συνόλου, άρτια οργανωμένη, καλού γούστου και το κυριότερο όλοι οι ηθοποιοί, καίτοι μη επαγγελματίες, ήταν επιλεγμένοι και καθοδηγημένοι σωστά, (πράγμα, επιτρέψτε μου να το πω, σπάνιο και όχι μόνο για την πόλη των Χανίων) απέφευγαν τις γνωστές υπερβολές των ερασιτεχνών, και υπηρετούσαν άψογα, καθένας από τον ρόλο του, μια εξαιρετική παράσταση που αναδείκνυε το έργο, την εποχή του, το χιούμορ και το ύφος του συγγραφέα. Ακόμα και τώρα, μετά από πολλά χρόνια που ξανασκέφτομαι εκείνη την παράσταση, θα ήθελα να πω με απόλυτη βεβαιότητα, πως εκείνο που την έκανε να διαφέρει από τις ανάλογες προσπάθειες άλλων θεατρικών σχημάτων της πόλης εκείνα τα χρόνια, ακόμα και επαγγελματικών σχημάτων, ήταν πως δεν διέκρινες στην παράσταση το γνωστό «άλλοθι» της επαρχίας. Αυτό το συνηθισμένο και άκρως διαδεδομένο, ακόμα και στις μέρες μας, «δε βαριέσαι, στην επαρχία δουλεύουμε, δεν χρειάζεται να τα κάνουμε και όλα τέλεια. Και σιγά μην καταλάβουν οι επαρχιώτες κοκ» Όχι, στην παράσταση του Γιάννη όλα, η κάθε λεπτομέρεια ήταν δουλεμένη εξαντλητικά, οι στόχοι που έβαζε ήταν άκρως υψηλοί και επαγγελματικοί, και ας μην δούλευε με επαγγελματίες, δεν υποτιμούσε την νοημοσύνη του κοινού του, το ένοιωθες στο παίξιμο των ηθοποιών, το έβλεπες στα κοστούμια, το αισθανόσουν στη διαμόρφωση του σκηνικού χώρου. Παντού μύριζε μεράκι και καλό ποιοτικό θέατρο. Πουθενά δεν έβλεπες να έχει κάνει εκπτώσεις στο καλλιτεχνικό του όραμα. Ακόμα και στα σημεία που δεν πετύχαινε τον στόχο του, η δουλειά του ήταν τόσο προχωρημένη και εμφανής που δεν σε ενοχλούσε γιατί μπορούσες και συμπλήρωνες το υπόλοιπο με τη φαντασία σου. Ομολογώ, και το λέω μετά λόγου γνώσεως, και χωρίς να θέλω να θίξω άλλους συναδέλφους, πως η δουλειά του Κύρου εκείνα τα χρόνια ήταν για μένα ό,τι πολυτιμότερο μπορούσες να συναντήσεις καλλιτεχνικά στην πόλη μας, μια πραγματική όαση που συνδύαζε άριστα το πνεύμα και την πράξη σε ένα ενιαίο αισθητικό θεατρικό σύνολο. Και εάν, κατά τη γνώμη μου πάντα, οι νεότερες γενιές θεατρίνων στα Χανιά, θα έπρεπε να θυμούνται και να εμπνέονται σε κάτι από την περίπτωση Γιάννη Κύρου, αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο από την τελειοθηρία του και την ακάματη δημιουργική του δύναμη για την επίτευξη του καλύτερου και όχι απλώς του καλού! Γιατί ο ύψιστος κριτής της απόδοσης ενός καλλιτέχνη είναι πάντα ο ίδιος ο εαυτός του. Η αυστηρότητα με την οποία κρίνει ο ίδιος τα έργα του. Ελπίζω οι άνθρωποι του θεάτρου που με ακούνε τώρα να καταλαβαίνουν τι θέλω να πω. Σας ευχαριστώ πολύ.
Μ.Β.
Χανιά, 4. 2. 2016
ΥΓ. Έχω δημοσιεύσει εκτενή αναφορά και ανάλυση της μεθόδου των Ρούμπεν Φράνκα και Χόρχε Μπερνάντι στο workshop «Κρητικός Πόλεμος» του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή, στο περιοδικό ΔΡΩΜΕΝΑ του Νίκου Λαγκαδινού, τεύχος 4.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΥΡΟΥ
Ο Γιάννης Κύρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1942. Σπούδασε σκηνογραφία και ενδυματολογία με τον FABIOUS VON EUGEL και ELLI BUTTNER στη Γερμανία και με τον Βασίλη Βασιλειάδη, στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, στην Αθήνα. Το 1966 μαθήτευσε κοντά στον Γιάννη Τσαρούχη.
Από το 1965 άρχισε να σκηνογραφεί. Συνεργάστηκε με το Ελληνικό Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου, το Εθνικό θέατρο, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας, το Θεσσαλικό Θέατρο, τους Δεσμούς της Ασπασίας Παπαθανασίου, το ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Κρήτης. Στο Ελεύθερο Θέατρο συνεργάστηκε με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ, τον Αλέκο Αλεξανδράκη, την Αντιγόνη Βαλάκου, τον Κώστα Βουτσά, τη Ζωή Λάσκαρη και πολλούς άλλους ηθοποιούς – θιασάρχες.
Υπέγραψε περισσότερες από εκατό τηλεοπτικές παραγωγές, μεταξύ των οποίων το Θέατρο της Δευτέρας και την σειρά Αστροφεγγιά. Το 1982 βρέθηκε στα Χανιά, αποφασισμένος να ζήσει και να δημιουργήσει εδώ. Οι ξεχασμένοι χώροι και οι υποβαθμισμένες περιοχές με την ιδιαίτερη αισθητική τους ασκούσαν μαγνητική επιρροή στο καλλιτεχνικό του πνεύμα. Ίδρυσε την Πειραματική Καλλιτεχνική Ομάδα ΑΡΕΝΑ, η οποία ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα. Έκανε λαϊκό θέατρο χωρίς καμία παραχώρηση στην ποιότητα και συγχρόνως δοκίμαζε διαφορετικά είδη θεάτρου, δημιουργώντας τη δική του πρόταση. Τις τελευταίες μέρες της ζωής του τις πέρασε σχεδιάζοντας να ανεβάσει στη Σκηνή, τους Δεκαπέντε Εσπερινούς του Μάνου Χατζιδάκι. Έφυγε από τη ζωή το 1991.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου