Σάββατο 2 Ιουνίου 2012

Παραγγελιά

Γράφει ο ΑΝΕΣΤΗΣ ΚΑΖΑΖΗΣ

«Θέλω να κουβεντιάσω σ' ένα καφενείο, που νάχει πόρτα ανοιχτή. Και να μην έχει θάλασσα. Μονάχα άντρες άνεργους, σκόνη με ήλιο και σιωπή. Να μπαίνει ο ήλιος στο κονιάκ. Kι η σκόνη μαζί με τα τσιγάρα στα πλεμόνια μας... κι ας μην πάρουμε και σήμερα βρε αδερφέ προφύλαξη για την υγεία μας».
Κατερίνα Γώγου
1 Ιουνίου 1940 - 3 Οκτωβρίου 1993, Ελληνίδα ηθοποιός - ποιήτρια


Την έχω εντοπίσει. Στριμωγμένη κοντά στην πίσω πόρτα του τρόλεϊ, που τώρα ανοίγει για μένα. Ακυρώνω το εισιτήριο. Βρίσκω χειρολαβή να κρατήσω σταθερό το σώμα. Με εντοπίζει κι εκείνη με ύφος που λέει «μη προδόσεις σε κανένα ότι μ’ αναγνωρίζεις».
«Λοιπόν;» τη ρωτώ. «Δεν έχει λοιπόν» ψιθυρίζει κάτω από το σαγόνι μου. «Δεν υπάρχουν συμπεράσματα, σε μια συζήτηση που δεν άρχισε ποτέ. Πάντα την είχαμε στο μυαλό μας. Πάντα λέγαμε κάτι θα βγει από δαύτη, μα δεν την κάναμε ποτέ. Μαθημένοι εμείς στα ίδια. Προστατευμένοι στο επαναλαμβανόμενο που δεν τρομάζει. Πάνω - κάτω, πάνω - κάτω η Πατησίων. Μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε την ίδια διαδρομή». Λίγο πιο δυνατές οι τελευταίες λέξεις της, χτυπούν τον κρεμασμένο συνεπιβάτη στα πλευρά. Μας κοιτάζει μια φορά. Μόνο. Με το ύφος του ανθρώπου που λαθραία ακούει κάτι, αλλά επίσημα επιλέγει να το απορρίψει. Υστερα στρέφει το βλέμμα στις πολυκατοικίες, τα καταστήματα, τα αυτοκίνητα, τους ανθρώπους που περνούν. «Ωχ» ακούγεται κωμικά φοβισμένη. «Τον έπιασε πάλι το γλυκύ του!».     
Γέλια. Από αυτά που φέρνουν σε δύσκολη θέση κυρίους με εφημερίδα. Κι έξω νύχτα. Στάση, τρία σκαλιά, πεζή σιωπή. Μ’ αρέσουν οι νύχτες καλοκαιριού. Μ’ αρέσει έτσι που ακούγονται τα πηρούνια να ξαποσταίνουν σε πιάτα. Οι παρέες γελούν με το ίδιο αστείο. Κανένας λιγότερο, κανένας περισσότερο. Κάνει να φυσήξει κι ύστερα αλλάζει γνώμη. Μέχρι τα χέρια, εκεί ψηλά στους ώμους, νιώσουν την υγρασία, έρχεται πάλι η άπνοια να βυθίσει τον κήπο στην ησυχία. Τον κήπο που βρήκαμε. Τον κήπο που μόνοι φυτέψαμε αλλά ποτέ δεν ποτίσαμε. Ακομψοι θάμνοι, ανεπιτήδευτοι κι ένα γιασεμί ή αγιόκλημα ή κάτι άλλο που μυρίζει κι ανεβαίνει για να μας βλέπει από ψηλά.
Τώρα τη βλέπω καθαρά. Η Κατερίνα. Καλοκαιράκι κι εκείνη με μπότες λίγο πιο κάτω απ’ το γόνατο. «Τι το φοράς το ρολόι ρε Κατερίνα, αφού ποτέ δεν είσαι στην ώρα σου;», της λέει κάποιος. Ετσι, μόνο για να το πει. Δίχως ίχνος παρατήρησης. «Ξέμεινε στο χέρι μου», λέει εκείνη. «Η ώρα μου, οι ώρες σας. Ποτέ καλοκουρδισμένη. Με τους ανθρώπους ναι, συντονίζομαι. Κάποιες φορές. Αυτοί είναι για μένα ο χρόνος. Ανάψτε τώρα και κάνα φως, ένα κεράκι έστω... για την ατμόσφαιρα. Σε τέτοιο σκοτάδι τα μαύρα μου ρούχα, δεν θέλουν πολύ να με εξαφανίσουν».
Η νύχτα έκανε ένα ακόμα βήμα. Κάποια κεφάλια γύρισαν, χωρίς να ξέρουν με σιγουριά τι ήταν αυτό που άκουσαν. Μόνο εκείνη έμεινε σταθερή. Σφιχτά το ποτηράκι στα χέρια. Αγκώνες στο τραπέζι, σκυφτό κεφάλι, μάτια που βλέπουν τα πάντα. Κάνω μπροστά. Διαβάζει στο στέρνο μου την ανάσα που σε λίγο θα μιλήσει κι ανασηκώνει το φρύδι σε χαμόγελο. «Δε σε γνώρισα Κατερίνα. Κάτι σκόρπιες αναφορές μόνο, που γεννιούνται στο κέντρο και πεθαίνουν στα προάστια. Ποτέ όμως, ακόμα και σήμερα που σε συνάντησα στην Πατησίων, δεν μπόρεσα να σε βάλω μ’ όλους τους άλλους».
«Μπορεί!», ξεφυσά. «Τα σύνορα της πατρίδας μου αρχίζουνε απ’ τα ψητοπωλεία του Μινιόν, περνάνε από τα καμένα ξύλα του Περοκέ και πέρα. Η ζωή από κει παίζει βρόμικο ξύλο με τη ζωή, στριμώχνει τα καλύτερα παιδιά της σε φαγωμένες σκάλες». Προσωπικά σύνορα, σκέφτομαι. Γραμμές που σβήνουν από παγκόσμιες γόμες. «Ούτε σε φαγωμένες σκάλες στριμωγμένη σε είδα ποτέ» της λέω. Γελά τώρα. Αναρχα. Σωστά.
Αυτή είναι η Κατερίνα, σκέφτομαι. Που με μια κίνηση, περνά από το χαμόγελο στη θλίψη. Και με παίρνει μαζί της, χρόνια τώρα. Να μου γνωρίσει τα καλύτερα παιδιά, τα στριμωγμένα. Σε εκείνους τους κήπους που γεννιούνται ιδέες κι ακούγονται παραγγελιές για άλλες ζωές. Αυτόνομες. Κάτω απ’ το γιασεμί ή το αγιόκλημα ή εκείνο το κάτι άλλο που μυρίζει.
 Και μας κοιτάζει από ψηλά!
(Από τα Χανιώτικα νέα - 2/6/2012)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου