Μια ενδιαφέρουσα συνομιλία του τραγουδοποιού Κώστα Λειβαδά με τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό www.biskotto.gr και αναδημοσιεύουμε παρακάτω:
Ο τραγουδοποιός Κώστας Λειβαδάς συνάντησε τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο στο σπίτι του ποιητή και κατέγραψε τις σκέψεις του αλλά και τα σημαντικότερα σημεία μιας συνάντησης δύο περίπου ωρών.
Η πυξίδα και το αληθινό ροκ της Θεσσαλονίκης
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος χαμογελάει και δείχνει αληθινά ευχαριστημένος, μπροστά στην πόρτα του παλιού του σπιτιού στη Δημητρίου Πολιορκητού, στο εξώφυλλο του μαγικού και ανεκτίμητου –κατά τη γνώμη μου για κάθε σύγχρονο κάτοικο της Θεσσαλονίκης- βιβλίου του «Θεσσαλονίκην, ου μ’ εθέσπισεν…». Ένα βιβλίο με αυτοβιογραφικά κείμενα, που καλύπτει μισό αιώνα δημιουργίας και αναμνήσεων με τον μοναδικό τρόπο που έχει ο Χριστιανόπουλος να συνδυάζει ρεαλισμό και συναίσθημα, τη δύναμη της αυτοψίας και το μεγαλείο της ποιητικής διάστασης…
Και πώς να μην είναι ευχαριστημένος: παραπάνω από μισό αιώνα μετά από τη δημοσίευση, την έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής, «Η εποχή των ισχνών αγελάδων», το σύνολο της προσφοράς του στο ελληνικό πνευματικό τοπίο επιστρέφει στο προσκήνιο με αφορμή το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Γραμμάτων 2011.
Ασχέτως βέβαια απ΄το ότι δεν παρέλαβε το βραβείο, θυμίζοντάς μας τον Παπαδιαμάντη στον περίφημο «Βλαχογιάννη» του...και απολύτως σχετικά, από την άλλη,για κάποιον που δεν έδειξε ούτε μία στιγμή να χρειάζεται πνευματικά αφεντικά ή να διατίθεται να παζαρέψει με το «σύστημα» τη σημασία του έργου του για τον ίδιο πρώτα απ’ όλα.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΠΕΖΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΟΙ ΡΕΜΠΕΤΕΣ ΤΟΥ ΝΤΟΥΝΙΑ (τα μικρά πεζά του), ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ (τα τραγούδια του αλλά και η νέα έκδοση που περιλαμβάνει και cd), το μικρό βιβλιαράκι με τα τέσσερα δοκίμια με τίτλο
ΕΝΑΝΤΙΟΝ (αφιερωμένα από μένα σε πολλούς φίλους μου Έλληνες καλλιτέχνες. Τα δοκίμια αυτά συνθέτουν την “άλλη” άποψη που κάνει τον αντικομφορμισμό της ροκ να φαντάζει γραφικός).
Η ΚΑΤΩ ΒΟΛΤΑ (Διηγήματα). Από πού να αρχίσει κανείς και που να τελειώσει…
Που να πιάσει κανείς την «Ανθολογία Τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη», τις κριτικές, τις μεταφράσεις (ανατύπωση και για το περίφημο “Κατά Ματθαίον” του). Εξακολουθεί να τραγουδάει με την «Παρέα του Τσιτσάνη» και οι μελέτες του μοιάζουν σήμερα πιο χρήσιμες από ποτέ: μελέτες για τα ρεμπέτικα, εντός και εκτός Θεσσαλονίκης, της ελληνικές εκδόσεις στη Θεσσαλονίκη επί τουρκοκρατίας , τα λογοτεχνικά περιοδικά της πόλης της Θεσσαλονίκης (1850-1950), τη λογοτεχνία στη Θεσσαλονίκη (1850-1950), τα μακεδονικά (τραγούδια και εκδόσεις εκτός Θεσσαλονίκης), δίσκοι-κασέτες-cd και πολλά άλλα που θα βρει κανείς ερευνώντας με αγάπη. Και βέβαια ο Ντίνος Χριστιανόπουλος της «Διαγωνίου», του δικού του περιοδικού, των δικών του εκδόσεων, της μικρής πινακοθήκης «Διαγώνιος», η οποία από το 1974 ως το 1995 αποτέλεσε όαση, δημιουργικό βήμα και στέγη για εκατοντάδες καλλιτέχνες και ανήσυχα πνεύματα που γυρεύουν στήριξη και κατεύθυνση στη Θεσσαλονίκη.
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ένας δια βίου πιστός στην ποίηση του, καθημερινώς εξομολογούμενος μπροστά στα μάτια μας, ένας δραπέτης από τις φυλακές της ξύλινης γλώσσας και του εξωραϊσμού, ένας ιεροφάντης –για τον άνθρωπο και τα πάθη του- που περνάει στη σκοτεινή πλευρά για να μας φέρει στο φως τα μύχια, τα ανομολόγητα και τα ανεπαίσθητα. Είναι ασφαλώς ένας γίγαντας της γραφής που του χρωστάμε μέρος της ελευθερίας της έκφρασή μας και της συναίσθησης της ιστορικής συνέχειας του βιωμένου τόπου μας. Ερωτικός ως το τέρμα, υπήρξε με τη φοβερή τόλμη μιας στιγμής παραδομού που τράνταζε το αίμα της καρδιάς του. Ίσως γι' αυτό το έργο του συνεχίζει το λαμπρό ταξίδι του μέσα στις δεκαετίες – ας μου επιτρέψει - σαν σύμβολο “εκείνων που σώθηκαν και λυτρώθηκαν ότι ηγάπησαν πολύ”.
Ένα πρωινό αγχωμένο του Μαρτίου, επιστρέφοντας από συναυλία, μπήκα στον Ιανό της Αριστοτέλους γεμάτος έγνοιες και πρακτικά ζητήματα όλων των ειδών που έπρεπε γρήγορα να διευθετηθούν . Το βλέμμα μου κόλλησε όμως στις ανατυπώσεις των βιβλιών του Χριστιανόπουλου με τα περίφημα εξώφυλλα του εξαιρετικού φίλου και συνεργάτη του Καρόλου Τσίζεκ. Και μετά και σε άλλες εκδόσεις, όπως και στο «Επ’ εμοί», το βιβλίο με τα δοκίμια στα οποία ο ίδιος ο Χριστιανόπουλος μιλάει για τα γραπτά του, σχολιάζει έξι ποιήματά του και μοιράζεται μαζί μας τις σκέψεις του για τον ίδιο στο λογοτεχνικό «τεφτεράκι». Τα αγόρασα όλα, χωρίς να το καταλάβω. Όλα, μαζί και το «Εντευκτήριο» (Οκτώβριος-Δεκέμβριος) που είναι αφιερωμένο στο έργο του. Και η μαγεία της τέχνης έκανε το θαύμα της: Ξέχασα τα προβλήματα και τις έγνοιες και παρέμεινα ως αργά το βράδυ στο πατάρι παραλιακού καφέ, κόβοντας τις φρεσκοτυπωμένες σελίδες με ένα μαχαιράκι. Οι σελίδες άρχισαν να στάζουν και διάβαζα, διάβαζα, διάβαζα, ώσπου άρχισα να ξαναβλέπω τον κόσμο, τη Θεσσαλονίκη και τα του εαυτού μου, βαθειά και καθαρά, μέσα απ’ τα ασταμάτητα δρομολόγια του ποιητή – μέσα στην πόλη που γεννήθηκε και έζησε- και τη μεγάλη μαστοριά της γραφής του.
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ένας δια βίου πιστός στην ποίηση του, καθημερινώς εξομολογούμενος μπροστά στα μάτια μας, ένας δραπέτης από τις φυλακές της ξύλινης γλώσσας και του εξωραϊσμού, ένας ιεροφάντης –για τον άνθρωπο και τα πάθη του- που περνάει στη σκοτεινή πλευρά για να μας φέρει στο φως τα μύχια, τα ανομολόγητα και τα ανεπαίσθητα. Είναι ασφαλώς ένας γίγαντας της γραφής που του χρωστάμε μέρος της ελευθερίας της έκφρασή μας και της συναίσθησης της ιστορικής συνέχειας του βιωμένου τόπου μας. Ερωτικός ως το τέρμα, υπήρξε με τη φοβερή τόλμη μιας στιγμής παραδομού που τράνταζε το αίμα της καρδιάς του. Ίσως γι' αυτό το έργο του συνεχίζει το λαμπρό ταξίδι του μέσα στις δεκαετίες – ας μου επιτρέψει - σαν σύμβολο “εκείνων που σώθηκαν και λυτρώθηκαν ότι ηγάπησαν πολύ”.
Περί της Δημητρίου Πολιορκητού
Το απόγευμα της Κυριακής, αποφάσισα με αφετηρία το Διοικητήριο, να ανηφορίσω προς την Άνω Πόλη. Πηγή εμπνεύσεως της βόλτας, το θαυμάσιο κείμενο του Ντίνου Χριστιανόπουλου «Η οδός Δημητρίου Πολιορκητού» απ’ το «Θεσσαλονίκην, ου μ’ εθέσπισεν», το βιβλίο με τα αυτοβιογραφικά του κείμενα. Με εντυπωσίασε το γεγονός πως κανένας, απ’ όσους ρώτησα στην πλατεία Διοικητηρίου, δεν ήξερε να μου πει με σιγουριά κατά που πέφτει η Δημητρίου Πολιορκητού. Έφτασα στην οδό Ολυμπιάδος και τελικά με τα χίλια ζόρια και αρκετές ερωτήσεις επιτέλους τη βρήκα και ενώ αμέσως είδα και το πολύ όμορφο χαρακτηριστικό διατηρητέο σπίτι, στο οποίο έζησε για κάποια χρόνια ο ποιητής. Για τις επόμενες δύο ώρες χάθηκα -κυριολεκτικά και μεταφορικά- στα μαγεμένα σοκάκια της περιοχής. Κατά πρώτον, ήταν τόσο καλογραμμένο το κείμενο που δε δυσκολεύτηκα καθόλου να βρω όλα όσα είχα συγκρατήσει. Δεινός «Χαρτογράφος» και «Ιχνηλάτης» ο συγγραφέας Χριστιανόπουλος…Και κατά δεύτερον ναι, φυσικά, η Δημητρίου Πολιορκητού είναι ο σπουδαιότερος κάθετος δρόμος που ενώνει την Άνω Πόλη με την Κάτω, ένα επικίνδυνα γοητευτικό «φιδάκι». Πολύ γρήγορα άρχισαν να ξεδιπλώνονται τα δρομάκια, όπου παλιά έμεναν ποιητές, πεζογράφοι, διανοούμενοι (ακόμη και ο Τούρκος Ναζίμ Χικμέτ!). Σύντομα βρήκα την οδό Ακρίτα όπου έμενε στα νιάτα του ο ποιητής Γ.Θ. Βαφόπουλος, ακόμη και την οδό Χρυσίππου που κάποτε έζησε ο ποιητής Ανέστης Ευαγγέλου (του οποίου ένα ποίημα έχω μελοποιήσει). Τα χρώματα, οι μυρωδιές, το πολύ-πολιτισμικό χαρμάνι με τα αρχαία, τα βυζαντινά, τα τούρκικα έκαναν τη φαντασία μου να οργιάζει για το πώς ήταν κάποτε η βυζαντινή και η τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη. Η καρδιά μου αγαλλίασε και μαζί με την ευγνωμοσύνη που ένοιωθα για τον Χριστιανόπουλο, αυτόν τον τόσο σημαντικό θεματοφύλακα της ιστορικής συνέχειας της Θεσσαλονίκης, αυτή τη φορά αναρωτιόμουν: Πόσοι αλήθεια από τους νεαρούς κατοίκους αυτής της πόλης, που τρέχουν όλη μέρα σαν σίφουνας δεξιά και αριστερά, βλέπουν τα μέρη από τα οποία περνούν; Πόσοι αισθάνονται τον θησαυρό δίπλα και κάτω απ’ τη μεγάλη λεωφόρο; Κρίμα είναι…
Τέτοιες αποκαλυπτικές βόλτες έκανα πολλές φορές εξ αιτίας πολλών κειμένων του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Η τελευταία από αυτές χάριν του κειμένου του, “Πίσω απ’ την Αγία Σοφία”, με βοήθησε να εντοπίσω την οδό Γεωργίου Χαραλάμπους του Κυπρίου και γενικά επισκέφτηκα και είδα όλην την περιοχή με «άλλο μάτι». Υπέροχη αίσθηση.
Η συνέντευξη: Το Ανεπανάληπτο Μεγαλείο της Εξομολόγησης
Ο θρίαμβος της Άνοιξης
Το πρώτο μαγικά καλοκαιρινό, σε χρώματα και ατμόσφαιρα, απόγευμα της χρονιάς ανηφόρισα προς τις 40 Εκκλησιές, με φτερά στα πόδια αλλά ιδιαίτερα βαθιά συγκίνηση, για να συναντηθώ με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο στο σπίτι του. Με υποδέχτηκε ανοίγοντας την εξώπορτα της πολυκατοικίας, ενώ στο φόντο μπροστά στην ανοιχτή πόρτα του διαμερίσματος έπαιζαν οι αγαπημένες του γάτες.
-Δεν είναι ανάγκη τώρα για δώρα, μου είπε.
-Είναι νηστίσιμα βουτήματα, κόμπασα.
-Ας είναι, ξέρετε δε μου αρέσουν τα δώρα, συνέχισε, φτάνοντας στο γραφείο του, όπου η μια από τις δυο γάτες ξάπλωσε πάνω στο γραφείο μπροστά του και συνέχισε το χουζούρι της. Η άλλη πήγε στην πολυθρόνα.
Το γραφείο του, γεμάτο βιβλία του προς υπογραφή και αφιερώσεις για αναγνώστες και θαυμαστές που τού το είχαν ζητήσει. Μόνο αυτή η σειρά εδώ, μου έδειξε, είναι 12 βιβλία...12, το φαντάζεστε. Τα έφερε μια κυρία από το εξωτερικό. Χτύπησε το τηλέφωνο και μετά από λίγα λεπτά συνομιλίας με κάποιον φίλο, κατέβασε το ακουστικό.
-Το κατέβασα για να μη μας ενοχλήσουν κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας, μου είπε με νόημα. Αυτές τις μέρες δε σταματάει να χτυπάει. Κάποιες στιγμές είναι κουραστικό για μένα. Μέσα στο χώρο πουθενά τηλεόραση, ένα κλειστό ραδιοφωνάκι μόνο.
Κ.Λ.: Να σας ρωτήσω, όμως κάτι τώρα, πιστεύω, πολύ ενδιαφέρον αλλά διόλου πρωτότυπο φαντάζομαι για εσάς. Τι είναι αυτό που οδήγησε στην περίφημη “στροφή” σας από την πρώτη ποιητική συλλογή που βασιζόταν κυρίως σε ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα, στη δεύτερη συλλογή πια, την πιο προσωπική. Στην εξομολόγηση, στα δικά σας μυστικά;
Ν.Χ.: Κοίταξε, αυτό ειδικά το πράγμα που με ρωτάς δεν ξέρω αν μπορώ να στο απαντήσω πειστικά. Είναι μυστήριο. Δεν το ξέρω. Έχω την εντύπωση ότι επειδή δεν ξέρω, τι μου γίνεται, δηλαδή υπάρχει ένας χώρος ανεξέλεγκτος γι' αυτό πετυχαίνω καλά. Διότι τότε είχα έναν καημό μη γίνω αντιγραφέας του Καβάφη, απ' τον οποίο επηρρεάστηκα πάρα πολύ.
Κ.Λ.: Συγγνώμη που διακόπτω, ήταν και το Ευαγγέλιο συχνά μία από τις επιρροές σας;
Ν.Χ.: Δεν ξέρω αν είναι κιόλα. Ίσως είναι μια πηγή απ' όπου εμπνέομαι αλλά συγκεκριμένη επίδραση πολύ σπάνια αναγνωρίζω. Αντίθετα με τον Καβάφη. Με περιέλουσε. Και ο καημός ήταν να δώσω την εντύπωση ότι δεν περιλούστηκα. Με χίλια ζόρια τα κατάφερα. Αλλά βέβαια χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια. Και πρώτη και δεύτερη ποιητική συλλογή, ίσως στην τρίτη αρχίζω κάπως και βρίσκω τον εαυτό μου. Πάντως, να ξέρεις ένα πράγμα: μη νομίζεις ότι είναι εύκολο να απαντήσουμε σε τέτοια ερωτήματα. Ας πούμε με ρωτούν μερικοί: “Τι σας ενέπνεε τα χρόνια που ήσασταν στο κατηχητικό;” Δεν μπορώ να πω οτιδήποτε εκτός από το Κατηχητικό. Είναι λίγο σόλικο και δεν είναι και σωστό. Κάτι με απασχολούσε. Αλλά όλα αυτά περίπου. Δεν ήξερα τι μου γινόνταν. Και αυτό το πράγμα συνεχίστηκε. Ακόμη κι όταν διώχτηκα από το Κατηχητικό δεν είχα έλεγχο του εαυτού μου. Είναι ένα πράγμα μυστηριώδες η ποίηση. Μυστηριώδες. Στο πανεπιστήμιο είχα έναν καθηγητή, τον Μουρέλο, καλή του ώρα, πέθανε βέβαια τώρα. Ήταν και λογοτέχνης. Έγραψε και ωραία μυθιστορήματα και μ' αγαπούσε. Μάλιστα ήταν ο πρώτος που μου πρότεινε να γίνω καθηγητής πανεπιστημίου και αρνήθηκα. Τέτοιες αρνήσεις έχω στο ενεργητικό μου. Και δεν είναι καθόλου εύκολο να σου προτείνει ο καθηγητής σου να γίνεις καθηγητής και να αρνηθείς. Τέλος πάντων, ας είναι. Μόλις τώρα πρόσφατα, τον Ιούνιο δέχτηκα να γίνω επίτιμος διδάκτωρ επειδή όλοι ούρλιαζαν ότι θα το θεωρούσαν προσβλητικό το αν εξακολουθώ να αρνιέμαι. Γιατί αρνήθηκα πάρα πολλές φορές. Εν πάσει περιπτώσει, ο Μουρέλος με βοήθησε να ξεκαθαρίσω αυτό το πράγμα. Δηλαδή τι ξεκαθάρισα; Συνειδητοποίησα πόσο η ποίηση έχει σχέση με το χάος. Δηλαδή δεν ξέρουμε τι μας γίνεται σε τέτοιο βαθμό. Γιατί το γράφει έτσι κι όχι αλλιώς; Άγνωστο. Τώρα δηλαδή χωρίς υπερβολή εκείνη την περίοδο που με ρωτάς θα έπρεπε να νιώθω κάτι σαν μέντιουμ. Κάτι λέει το μέντιουμ για διάφορα άγνωστα πράγματα αλλά από που τα ξέρει, γιατί τα λέει, πως επιμένει για ένα πράγμα το οποίο δεν το ξέρει κανείς απολύτως. Ούτε και η ίδια; Τέλος πάντων.
Περί Ονόματος
Κ.Λ.: Υπάρχει κάτι καταπληκτικό, μοναδικό στη διαδρομή σας και διορθώστε με αν κάνω λάθος. Μετά από την προσωπική σας περιπέτεια και την εξέλιξή του έργου σας και συμβολικά και από τη συνάντηση των δύο ονομάτων σας (Ντίνος και Χριστιανόπουλος) ενώ ήσασταν “διπλοβαφτισμένος”, νοιώθω ότι εκεί, στο έργο σας γίνεστε θριαμβικά μέσα στην ποίησή σας, ένας. Ένα πρόσωπο και το νοιώθω, έτσι και σας το λέω μ' έναν μεγαλειώδη τρόπο για έναν καλλιτέχνη. Η μητέρα μου π.χ. απ' την πλευρά της, παρακολουθώντας συνεντεύξεις σας, το 'χει πει απλά: Αυτός ο άνθρωπος είναι πάντα ο εαυτός του. Δε μασάει πουθενά. Θα μου πείτε τώρα, τα έχετε ξανακούσει όλα αυτά...
Ν.Χ.: Ναι τα έχω ξανακούσει πολλές φορές. Ήθελα να είμαι πάντοτε ειλικρινής.
Η Εξομολόγηση
Κ.Λ.: Από την άλλη αυτό που βρίσκω ακαταμάχητο στην ποίησή σας και σας διακρίνει ιδιαίτερα είναι αυτή η ανθρώπινη, φωτεινή εν τέλει, επικράτηση, η λύτρωση της εξομολόγησης, που σε άλλη σπουδαία, βαθειά ποίηση συχνά δε γινόμαστε κοινωνοί της.
Ν.Χ.: Δεν αποκλείεται. Γιατί εγώ βέβαια και σ' αυτό τώρα απαντώ σε μια ποιήτρια, η οποία μου έστειλε την ποιητική της συλλογή. Στο πρώτο ποίημα είχε έναν στίχο: “πρέπει να αποφεύγω να μιλώ για τα μεγάλα μου μυστικά”, λέει ο στίχος. Και της απαντώ: “Μα η ποίηση είναι ακριβώς το αντίθετο πράγμα: Να μιλάς για τα μεγάλα σου μυστικά. Αυτός είναι ο χώρος που σε βοηθάει να μιλήσεις γι' αυτά. Που αλλού θα μιλήσεις; Στα σαλόνια; Θέλω να σου πω αυτό το πράγμα: Αυτά που μου ζητάς, τα πιο πόλλα, δεν τα ξέρω. Αλλά είτε τα ξέρω, είτε δεν τα ξέρω, εκείνο που ενδιαφέρει είναι, για μένα τουλάχιστον, όχι απλώς η αλήθεια – αυτό από μόνο του δε μου λέει τίποτα – το “λέω απλά την αλήθεια” αλλά η εξομολόγηση. Η εξομολόγηση, στην κυριολεξία, έχει σημασία. Διότι η εξομολόγηση, καλώς ή κακώς, έχει σχέση με την ποίηση και αναρωτιέμαι πως κάποιοι ήθελαν να ασχολούμαι με την ποίηση αλλά όχι εξομολογούμενος;
Κ.Λ.: Και πιστός της...
Ν.Χ.: Ναι βέβαια και πιστός της. Έτσι, λοιπόν, θυμάμαι έναν παπά από τα κατηχητικά, σπουδαίο και πολύ ταπεινό (συγκινείται). Ήταν και εξομολόγος μου. Στα κατηχητικά, είχαμε έναν παπά, τον πατέρα Λεωνίδα Παρασκευόπουλο, ο οποίος αργότερα έγινε και Μητροπολίτης ενώ ως Αρχιμανδρίτης είχε θριαμβεύσει, έκανε και τα συσσίτια.Αυτός ο παπάς, λοιπόν, μια, δυο, τρεις φορές αφού εξομολογήθηκα με όλες τις χαζομάρες που μπορεί να πει κανείς ως εξομολόγηση, παιδί, ας πούμε: Έκλεψα το γλυκό της μαμάς μου, χτύπησα τη γάτα της μαμάς μου και κάτι τέτοια, γελοία και σαχλά, μου λέει σε μια στιγμή και δεν μπορώ να το ξεχάσω. "Βρε παιδάκι μου, δεν τα παρατάς αυτά. Ε, λέω και τι να πω; Λέει: "αν δεν έχεις τι να πεις, να σου πω εγώ. Δηλαδή αυτά που δε θέλεις να πεις, να σου τα πω εγώ". Λέω, πείτε. "Κοίταξε παιδάκι μου, εγώ σε ξέρω καλά και ξέρω ότι είσαι πιο καλό παιδί απ' ό,τι δείχνεις αλλά θέλω να συνειδητοποιήσεις κι εσύ ένα πράγμα. Κάνεις ένα μεγάλο σφάλμα το οποίο θα σ' ακολουθεί σ' όλη σου τη ζωή κι αν θέλεις να σου το πω αλλά να πιστέψεις ότι σου το λέω σοβαρά: είναι ότι αγαπάς πιο πολύ τους ανθρώπους παρά τον Θεό". Μια νέα άποψη. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Εγώ νόμιζα ότι είμαι άνθρωπος του Θεού. "Αγαπάς τουςανθρώπους", συνέχισε, "κι αυτό μακροπρόθεσμα θα σε βλάψει". Εγώτο άκουσα λίγο αστείο αυτό. Τι θα με βλάψει; Είχα πλήρη επίγνωση ποιος ήμουν και τι έκανα. Έτσι ένιωθα. Η απλή αυτή κουβέντα μου έκανε εντύπωση και με σημάδεψε σε όλη μου τη ζωή. Αυτό που σου λέω τώρα είναι πρώτη ύλη. Δεν τα 'χω ξαναπεί σε άλλες συνεντεύξεις αλλά μερακλώθηκα τώρα και τα λέω.
Κ.Λ.: Δε φαντάζεστε πόσο χαίρομαι...
Ν.Χ.: Ναι, πραγματικά μια και το 'φερε η κουβέντα, θέλω να είμαι ειλικρινής. Μου έκανε εντύπωση. Ναι, αγαπώ πιο πολύ τους ανθρώπους. Δηλαδή φιλάνθρωπος στην κυριολεξία, φίλος των ανθρώπων. Και πράγματι και αργότερα είδα π.χ. ο έρωτας τι είναι; Είναι με τους ανθρώπους. Αν πράγματι κάποιοι ερωτεύονται τον Θεό, ο Συμεών ο νέος Θεολόγος π.χ., αυτά εμένα δε μ' ενδιαφέρουν. Δε με αφορούν. Αλλά εκείνο που με αφορά είναι ο συνάνθρωπός μου, ένας με σάρκα και με κόκκαλα. Και ο Θεός τι είναι; Ούτε είδα, ούτε ξέρω. Τέλος πάντων, μη το ρίξουμε στη φτηνή θεολογία. Είναι γεγονός ότι από τότε που μου το είπε αυτό εκείνος ο παπάς δεν μπορώ να ξεχάσω τη μεγάλη διαφορά της αγάπης αυτής για θεϊκά και της άλλης για ανθρώπινα. Και, ω του θαύματος, μόνο ανθρώπους αγαπούσα. Πηγαίνω τακτικά στην εκκλησία αλλά και τι έγινε;
Κ.Χ.: Αγαπούσατε, όμως, πολλούς αγίους...
Ν.Χ.: Κι αυτό παίζεται...Μάλιστα ένας από τους λόγους που με διώξανε τότε ήταν ότι έβαλα μία αγία να μιλάει ερωτικά για έναν άγιο. Τέλος πάντων...Να σταματήσουμε εδώ; Είπαμε πολλά;
Ο Τσιτσάνης, η μελοποιημένη ποίηση, ο Χατζιδάκις
Πρόλαβα να ανασύρω στο μυαλό μου μερικές πολύ εύστοχα διατυπωμένες παρατηρήσεις του Γιώργου Χ. Θεοχάρη, ποιητή, διευθυντή και επιμελητή του λογοτεχνικού περιοδικού “Εμβόλιμον”, έτσι όπως της διάβασα στο κείμενο του, προς τιμής του Ντίνου Χριστιανόπουλου: “Όταν το βίωμα γίνεται ποίημα πριν γραφεί”. Άρχισα να παραθέτω στον ποιητή αυτές τις παρατηρήσεις: α) η ουσία της προβληματικής στην ερωτική ποίηση του Χριστιανόπουλου αφορά, εν τέλει, τον άνθρωπο, πέρα και πάνω από το πως ο καθένας επιλέγει το φύλο του συντρόφου του, β) η ποίηση του Χριστιανόπουλου εξανθρωπίζει την κακότητα του περιθωρίου και στηλιτεύει αποκαλύπτοντάς τήν την αστική υποκρισία.
Πάνω που ήμουν έτοιμος να του μιλήσω και για τον επιθετικά αντικομφορμιστή Χριστιανόπουλο, των αγαπημένων μου δοκιμίων του “Εναντίον” (εσείς που απορείτε για την κατάντια της σημερινής μας κρίσης, διαβάστε τα επειγόντως) με πρόλαβε: “Δεκαπέντε χρόνια έγραφα το βιβλίο για τον Τσιτσάνη, το οποίο με “πέθανε”. Δηλαδή λογάριαζα, φοβόμουν πως στ' αλήθεια θα πεθάνω. Είναι 370 σελίδες, αποκλειστικά για το έργο του συνθέτη. Όχι για τον άνθρωπο. Αν ο Τσιτσάνης ερωτευόταν ή ξε-ερωτευόταν π.χ., δε μ' ενδιέφερε καθόλου. Αλλά τα τραγούδια του με ενδιέφεραν πάρα πολύ με αποτέλεσμα να ακούσω συνολικά 700 τραγούδια του, ακόμη κι από παλιές κασέττες. Δεν ήταν λίγα, έτσι;”
Του λέω εγώ: “Πάντως μου ήρθε στο μυαλό κάτι άσχετο τώρα. Διαβάζοντας ξανά τελευταία το ποίημά σας, αποστρατευμένοι και νιώθοντας πόσο σύγχρονο είναι ακόμα σήμερα, δε θα πω επίκαιρο...
-Μια στιγμή, με προλαβαίνει, πάντως είναι ποίημα και δε θέλω σε καμία περίπτωση να γίνει τραγούδι.
-Α όχι, όχι, δεν το πήγαινα εκεί. Γνωρίζω αυτή την πάγια θέση σας να προτιμάτε να μη μελοποιούνται τα ποίηματα. Όμως μιας και το αναφέρατε πρώτος, δεν παραδέχεστε ότι πολλές φορές έστω κι από ένα μέτρια μελοποιημένο ποίημα ένα παιδί μπορεί να ανακαλύψει και να ψάξει το έργο ενός ποιητή; Σας είναι αδιάφορο αυτό;
-Όχι δε θα μπορούσα να πω πως αυτό μου είναι αδιάφορο και ως προς αυτό, σε σχέση με εμένα μία περίπτωση μου έχει κάνει πιο πολύ εντύπωση. Αυτή του Μάνου Χατζιδάκι.
Ν.Χ.: Πρέπει να σου πω ότι επειδή αγαπώ τον Τσιτσάνη, δεν αγαπώ τον Χατζηδάκι. Τους θεωρώ δύο διαφορετικούς κόσμους. Ο Χατζιδάκις είναι ένας καλό ψυχαγωγός των ανθρώπων της καλής κοινωνίας. Εγώ τι σχέση είχα μ' αυτά; Απ' την άλλη μεριά ο Χατζιδάκις δεν είναι ένας τυχαίος άνθρωπος, είναι σπουδαίος. Μέσα σ' αυτό μπλέχτηκα κι εγώ. Ναι αλλά αυτό είχε μια απίθανη περιπέτεια. Ο Χατζιδάκις τρελάθηκε με τα ποιήματά μου και άρχισε να μελοποιεί ποιήματα που εγώ δεν ήθελα ούτε στοιχειωδώ να μελοποιηθούν. Αλλά και τι να πω τώρα; Απαγορεύω; Ντροπή. Ντρεπόμουν πάρα πολύ και τον άφησα να κάνει ό,τι θέλει. Δεν είχαμε επαφή, ούτε γνωριστήκαμε από κοντά αλλά είχαμε τηλεφωνική επαφή, πολύ, πάρα πολύ.
Κ.Λ.: Οι “τύψεις” πάντως με συναρπάζουν και με συγκινούν βαθειά. Σήμερα ακούτε τραγούδια;
Ν.Χ.: Βαριέμαι, βαριέμαι πολύ.
Κ.Λ.: Η γλώσσα;
Ν.Χ.: Η γλώσσα πάει, έσβησε. Δεν υπάρχει τίποτα, τίποτα. Και στο μέλλον η κατάσταση θα γίνει ακόμη χειρότερη και τελικά όλα τα παιδιά μας θα τραγουδούν αμερικλάνικα.
Κ.Λ.: Και τι θα κάνουμε γι' αυτό;
Ν.Χ.: Δε βλέπω σωτηρία.
Σημείωση:
Η συνέντευξη αυτή πραγματοποιήθηκε μετά την επίμονη πρότασή μου στον Κώστα Γιάντσιο και το περιοδικό biscotto 2310 και κατόπιν στις εκδόσεις Ιανός πρώτα απ΄όλα για να συναντήσω επιτέλους τον αγαπημένο μου ήρωα –πρωτοδιάβασα τη «Μαγδαληνή» του στα γυμνασιακά μου χρόνια από την ανθολογία του Περάνθη εξ αιτίας της φιλότεχνης γιαγιάς μου - δεύτερον από τη συγκινητική ιδέα (όπως αφιέρωσε κάποτε ο ποιητής Θανάσης Κυριαζής στον Ντίνο Χριστιανόπουλο) της πρόθεσης να ενισχύσεις σε κάποιον την αγάπη του στην ποίηση (έστω και σε έναν ανήσυχο - πιτσιρικά ή όχι- αναγνώστη του μεγαλύτερου free press της Θεσσαλονίκης) και τρίτον για την αγάπη στην θαυμαστή συνέχεια της Θεσσαλονίκης και των πνευματικών της προσώπων. Τέλος και πάνω απ’ όλα για την αγάπη στον συνάνθρωπο και τα πάθη του. Γιατί αν θα διάλεγα ένα κόσμημα πάνω απ' το όνομα Χριστιανόπουλος θα ήταν αυτό: κατά κυριολεξίαν φιλάνθρωπος.
Ευχαριστίες στη Μαρία Λιαποπούλου και βέβαια στον κύριο Νίκο Καρατζά του IANOY
(Αναδημοσίευση από το www.biskoτto.gr)
Link: http://biscotto.gr/prosopa/sunenteuxeis/o_kostas_leibadas_sunanta_ton_ntino_xristianopoulo.html#main
Ο τραγουδοποιός Κώστας Λειβαδάς συνάντησε τον ποιητή Ντίνο Χριστιανόπουλο στο σπίτι του ποιητή και κατέγραψε τις σκέψεις του αλλά και τα σημαντικότερα σημεία μιας συνάντησης δύο περίπου ωρών.
Η πυξίδα και το αληθινό ροκ της Θεσσαλονίκης
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος χαμογελάει και δείχνει αληθινά ευχαριστημένος, μπροστά στην πόρτα του παλιού του σπιτιού στη Δημητρίου Πολιορκητού, στο εξώφυλλο του μαγικού και ανεκτίμητου –κατά τη γνώμη μου για κάθε σύγχρονο κάτοικο της Θεσσαλονίκης- βιβλίου του «Θεσσαλονίκην, ου μ’ εθέσπισεν…». Ένα βιβλίο με αυτοβιογραφικά κείμενα, που καλύπτει μισό αιώνα δημιουργίας και αναμνήσεων με τον μοναδικό τρόπο που έχει ο Χριστιανόπουλος να συνδυάζει ρεαλισμό και συναίσθημα, τη δύναμη της αυτοψίας και το μεγαλείο της ποιητικής διάστασης…
Και πώς να μην είναι ευχαριστημένος: παραπάνω από μισό αιώνα μετά από τη δημοσίευση, την έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής, «Η εποχή των ισχνών αγελάδων», το σύνολο της προσφοράς του στο ελληνικό πνευματικό τοπίο επιστρέφει στο προσκήνιο με αφορμή το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Γραμμάτων 2011.
Ασχέτως βέβαια απ΄το ότι δεν παρέλαβε το βραβείο, θυμίζοντάς μας τον Παπαδιαμάντη στον περίφημο «Βλαχογιάννη» του...και απολύτως σχετικά, από την άλλη,για κάποιον που δεν έδειξε ούτε μία στιγμή να χρειάζεται πνευματικά αφεντικά ή να διατίθεται να παζαρέψει με το «σύστημα» τη σημασία του έργου του για τον ίδιο πρώτα απ’ όλα.
ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΜΙΚΡΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΠΕΖΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΟΙ ΡΕΜΠΕΤΕΣ ΤΟΥ ΝΤΟΥΝΙΑ (τα μικρά πεζά του), ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ (τα τραγούδια του αλλά και η νέα έκδοση που περιλαμβάνει και cd), το μικρό βιβλιαράκι με τα τέσσερα δοκίμια με τίτλο
ΕΝΑΝΤΙΟΝ (αφιερωμένα από μένα σε πολλούς φίλους μου Έλληνες καλλιτέχνες. Τα δοκίμια αυτά συνθέτουν την “άλλη” άποψη που κάνει τον αντικομφορμισμό της ροκ να φαντάζει γραφικός).
Η ΚΑΤΩ ΒΟΛΤΑ (Διηγήματα). Από πού να αρχίσει κανείς και που να τελειώσει…
Που να πιάσει κανείς την «Ανθολογία Τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη», τις κριτικές, τις μεταφράσεις (ανατύπωση και για το περίφημο “Κατά Ματθαίον” του). Εξακολουθεί να τραγουδάει με την «Παρέα του Τσιτσάνη» και οι μελέτες του μοιάζουν σήμερα πιο χρήσιμες από ποτέ: μελέτες για τα ρεμπέτικα, εντός και εκτός Θεσσαλονίκης, της ελληνικές εκδόσεις στη Θεσσαλονίκη επί τουρκοκρατίας , τα λογοτεχνικά περιοδικά της πόλης της Θεσσαλονίκης (1850-1950), τη λογοτεχνία στη Θεσσαλονίκη (1850-1950), τα μακεδονικά (τραγούδια και εκδόσεις εκτός Θεσσαλονίκης), δίσκοι-κασέτες-cd και πολλά άλλα που θα βρει κανείς ερευνώντας με αγάπη. Και βέβαια ο Ντίνος Χριστιανόπουλος της «Διαγωνίου», του δικού του περιοδικού, των δικών του εκδόσεων, της μικρής πινακοθήκης «Διαγώνιος», η οποία από το 1974 ως το 1995 αποτέλεσε όαση, δημιουργικό βήμα και στέγη για εκατοντάδες καλλιτέχνες και ανήσυχα πνεύματα που γυρεύουν στήριξη και κατεύθυνση στη Θεσσαλονίκη.
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ένας δια βίου πιστός στην ποίηση του, καθημερινώς εξομολογούμενος μπροστά στα μάτια μας, ένας δραπέτης από τις φυλακές της ξύλινης γλώσσας και του εξωραϊσμού, ένας ιεροφάντης –για τον άνθρωπο και τα πάθη του- που περνάει στη σκοτεινή πλευρά για να μας φέρει στο φως τα μύχια, τα ανομολόγητα και τα ανεπαίσθητα. Είναι ασφαλώς ένας γίγαντας της γραφής που του χρωστάμε μέρος της ελευθερίας της έκφρασή μας και της συναίσθησης της ιστορικής συνέχειας του βιωμένου τόπου μας. Ερωτικός ως το τέρμα, υπήρξε με τη φοβερή τόλμη μιας στιγμής παραδομού που τράνταζε το αίμα της καρδιάς του. Ίσως γι' αυτό το έργο του συνεχίζει το λαμπρό ταξίδι του μέσα στις δεκαετίες – ας μου επιτρέψει - σαν σύμβολο “εκείνων που σώθηκαν και λυτρώθηκαν ότι ηγάπησαν πολύ”.
Ένα πρωινό αγχωμένο του Μαρτίου, επιστρέφοντας από συναυλία, μπήκα στον Ιανό της Αριστοτέλους γεμάτος έγνοιες και πρακτικά ζητήματα όλων των ειδών που έπρεπε γρήγορα να διευθετηθούν . Το βλέμμα μου κόλλησε όμως στις ανατυπώσεις των βιβλιών του Χριστιανόπουλου με τα περίφημα εξώφυλλα του εξαιρετικού φίλου και συνεργάτη του Καρόλου Τσίζεκ. Και μετά και σε άλλες εκδόσεις, όπως και στο «Επ’ εμοί», το βιβλίο με τα δοκίμια στα οποία ο ίδιος ο Χριστιανόπουλος μιλάει για τα γραπτά του, σχολιάζει έξι ποιήματά του και μοιράζεται μαζί μας τις σκέψεις του για τον ίδιο στο λογοτεχνικό «τεφτεράκι». Τα αγόρασα όλα, χωρίς να το καταλάβω. Όλα, μαζί και το «Εντευκτήριο» (Οκτώβριος-Δεκέμβριος) που είναι αφιερωμένο στο έργο του. Και η μαγεία της τέχνης έκανε το θαύμα της: Ξέχασα τα προβλήματα και τις έγνοιες και παρέμεινα ως αργά το βράδυ στο πατάρι παραλιακού καφέ, κόβοντας τις φρεσκοτυπωμένες σελίδες με ένα μαχαιράκι. Οι σελίδες άρχισαν να στάζουν και διάβαζα, διάβαζα, διάβαζα, ώσπου άρχισα να ξαναβλέπω τον κόσμο, τη Θεσσαλονίκη και τα του εαυτού μου, βαθειά και καθαρά, μέσα απ’ τα ασταμάτητα δρομολόγια του ποιητή – μέσα στην πόλη που γεννήθηκε και έζησε- και τη μεγάλη μαστοριά της γραφής του.
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος, ένας δια βίου πιστός στην ποίηση του, καθημερινώς εξομολογούμενος μπροστά στα μάτια μας, ένας δραπέτης από τις φυλακές της ξύλινης γλώσσας και του εξωραϊσμού, ένας ιεροφάντης –για τον άνθρωπο και τα πάθη του- που περνάει στη σκοτεινή πλευρά για να μας φέρει στο φως τα μύχια, τα ανομολόγητα και τα ανεπαίσθητα. Είναι ασφαλώς ένας γίγαντας της γραφής που του χρωστάμε μέρος της ελευθερίας της έκφρασή μας και της συναίσθησης της ιστορικής συνέχειας του βιωμένου τόπου μας. Ερωτικός ως το τέρμα, υπήρξε με τη φοβερή τόλμη μιας στιγμής παραδομού που τράνταζε το αίμα της καρδιάς του. Ίσως γι' αυτό το έργο του συνεχίζει το λαμπρό ταξίδι του μέσα στις δεκαετίες – ας μου επιτρέψει - σαν σύμβολο “εκείνων που σώθηκαν και λυτρώθηκαν ότι ηγάπησαν πολύ”.
Περί της Δημητρίου Πολιορκητού
Το απόγευμα της Κυριακής, αποφάσισα με αφετηρία το Διοικητήριο, να ανηφορίσω προς την Άνω Πόλη. Πηγή εμπνεύσεως της βόλτας, το θαυμάσιο κείμενο του Ντίνου Χριστιανόπουλου «Η οδός Δημητρίου Πολιορκητού» απ’ το «Θεσσαλονίκην, ου μ’ εθέσπισεν», το βιβλίο με τα αυτοβιογραφικά του κείμενα. Με εντυπωσίασε το γεγονός πως κανένας, απ’ όσους ρώτησα στην πλατεία Διοικητηρίου, δεν ήξερε να μου πει με σιγουριά κατά που πέφτει η Δημητρίου Πολιορκητού. Έφτασα στην οδό Ολυμπιάδος και τελικά με τα χίλια ζόρια και αρκετές ερωτήσεις επιτέλους τη βρήκα και ενώ αμέσως είδα και το πολύ όμορφο χαρακτηριστικό διατηρητέο σπίτι, στο οποίο έζησε για κάποια χρόνια ο ποιητής. Για τις επόμενες δύο ώρες χάθηκα -κυριολεκτικά και μεταφορικά- στα μαγεμένα σοκάκια της περιοχής. Κατά πρώτον, ήταν τόσο καλογραμμένο το κείμενο που δε δυσκολεύτηκα καθόλου να βρω όλα όσα είχα συγκρατήσει. Δεινός «Χαρτογράφος» και «Ιχνηλάτης» ο συγγραφέας Χριστιανόπουλος…Και κατά δεύτερον ναι, φυσικά, η Δημητρίου Πολιορκητού είναι ο σπουδαιότερος κάθετος δρόμος που ενώνει την Άνω Πόλη με την Κάτω, ένα επικίνδυνα γοητευτικό «φιδάκι». Πολύ γρήγορα άρχισαν να ξεδιπλώνονται τα δρομάκια, όπου παλιά έμεναν ποιητές, πεζογράφοι, διανοούμενοι (ακόμη και ο Τούρκος Ναζίμ Χικμέτ!). Σύντομα βρήκα την οδό Ακρίτα όπου έμενε στα νιάτα του ο ποιητής Γ.Θ. Βαφόπουλος, ακόμη και την οδό Χρυσίππου που κάποτε έζησε ο ποιητής Ανέστης Ευαγγέλου (του οποίου ένα ποίημα έχω μελοποιήσει). Τα χρώματα, οι μυρωδιές, το πολύ-πολιτισμικό χαρμάνι με τα αρχαία, τα βυζαντινά, τα τούρκικα έκαναν τη φαντασία μου να οργιάζει για το πώς ήταν κάποτε η βυζαντινή και η τουρκοκρατούμενη Θεσσαλονίκη. Η καρδιά μου αγαλλίασε και μαζί με την ευγνωμοσύνη που ένοιωθα για τον Χριστιανόπουλο, αυτόν τον τόσο σημαντικό θεματοφύλακα της ιστορικής συνέχειας της Θεσσαλονίκης, αυτή τη φορά αναρωτιόμουν: Πόσοι αλήθεια από τους νεαρούς κατοίκους αυτής της πόλης, που τρέχουν όλη μέρα σαν σίφουνας δεξιά και αριστερά, βλέπουν τα μέρη από τα οποία περνούν; Πόσοι αισθάνονται τον θησαυρό δίπλα και κάτω απ’ τη μεγάλη λεωφόρο; Κρίμα είναι…
Τέτοιες αποκαλυπτικές βόλτες έκανα πολλές φορές εξ αιτίας πολλών κειμένων του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Η τελευταία από αυτές χάριν του κειμένου του, “Πίσω απ’ την Αγία Σοφία”, με βοήθησε να εντοπίσω την οδό Γεωργίου Χαραλάμπους του Κυπρίου και γενικά επισκέφτηκα και είδα όλην την περιοχή με «άλλο μάτι». Υπέροχη αίσθηση.
Η συνέντευξη: Το Ανεπανάληπτο Μεγαλείο της Εξομολόγησης
Ο θρίαμβος της Άνοιξης
Το πρώτο μαγικά καλοκαιρινό, σε χρώματα και ατμόσφαιρα, απόγευμα της χρονιάς ανηφόρισα προς τις 40 Εκκλησιές, με φτερά στα πόδια αλλά ιδιαίτερα βαθιά συγκίνηση, για να συναντηθώ με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο στο σπίτι του. Με υποδέχτηκε ανοίγοντας την εξώπορτα της πολυκατοικίας, ενώ στο φόντο μπροστά στην ανοιχτή πόρτα του διαμερίσματος έπαιζαν οι αγαπημένες του γάτες.
-Δεν είναι ανάγκη τώρα για δώρα, μου είπε.
-Είναι νηστίσιμα βουτήματα, κόμπασα.
-Ας είναι, ξέρετε δε μου αρέσουν τα δώρα, συνέχισε, φτάνοντας στο γραφείο του, όπου η μια από τις δυο γάτες ξάπλωσε πάνω στο γραφείο μπροστά του και συνέχισε το χουζούρι της. Η άλλη πήγε στην πολυθρόνα.
Το γραφείο του, γεμάτο βιβλία του προς υπογραφή και αφιερώσεις για αναγνώστες και θαυμαστές που τού το είχαν ζητήσει. Μόνο αυτή η σειρά εδώ, μου έδειξε, είναι 12 βιβλία...12, το φαντάζεστε. Τα έφερε μια κυρία από το εξωτερικό. Χτύπησε το τηλέφωνο και μετά από λίγα λεπτά συνομιλίας με κάποιον φίλο, κατέβασε το ακουστικό.
-Το κατέβασα για να μη μας ενοχλήσουν κατά τη διάρκεια της συνομιλίας μας, μου είπε με νόημα. Αυτές τις μέρες δε σταματάει να χτυπάει. Κάποιες στιγμές είναι κουραστικό για μένα. Μέσα στο χώρο πουθενά τηλεόραση, ένα κλειστό ραδιοφωνάκι μόνο.
Κ.Λ.: Να σας ρωτήσω, όμως κάτι τώρα, πιστεύω, πολύ ενδιαφέρον αλλά διόλου πρωτότυπο φαντάζομαι για εσάς. Τι είναι αυτό που οδήγησε στην περίφημη “στροφή” σας από την πρώτη ποιητική συλλογή που βασιζόταν κυρίως σε ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα, στη δεύτερη συλλογή πια, την πιο προσωπική. Στην εξομολόγηση, στα δικά σας μυστικά;
Ν.Χ.: Κοίταξε, αυτό ειδικά το πράγμα που με ρωτάς δεν ξέρω αν μπορώ να στο απαντήσω πειστικά. Είναι μυστήριο. Δεν το ξέρω. Έχω την εντύπωση ότι επειδή δεν ξέρω, τι μου γίνεται, δηλαδή υπάρχει ένας χώρος ανεξέλεγκτος γι' αυτό πετυχαίνω καλά. Διότι τότε είχα έναν καημό μη γίνω αντιγραφέας του Καβάφη, απ' τον οποίο επηρρεάστηκα πάρα πολύ.
Κ.Λ.: Συγγνώμη που διακόπτω, ήταν και το Ευαγγέλιο συχνά μία από τις επιρροές σας;
Ν.Χ.: Δεν ξέρω αν είναι κιόλα. Ίσως είναι μια πηγή απ' όπου εμπνέομαι αλλά συγκεκριμένη επίδραση πολύ σπάνια αναγνωρίζω. Αντίθετα με τον Καβάφη. Με περιέλουσε. Και ο καημός ήταν να δώσω την εντύπωση ότι δεν περιλούστηκα. Με χίλια ζόρια τα κατάφερα. Αλλά βέβαια χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια. Και πρώτη και δεύτερη ποιητική συλλογή, ίσως στην τρίτη αρχίζω κάπως και βρίσκω τον εαυτό μου. Πάντως, να ξέρεις ένα πράγμα: μη νομίζεις ότι είναι εύκολο να απαντήσουμε σε τέτοια ερωτήματα. Ας πούμε με ρωτούν μερικοί: “Τι σας ενέπνεε τα χρόνια που ήσασταν στο κατηχητικό;” Δεν μπορώ να πω οτιδήποτε εκτός από το Κατηχητικό. Είναι λίγο σόλικο και δεν είναι και σωστό. Κάτι με απασχολούσε. Αλλά όλα αυτά περίπου. Δεν ήξερα τι μου γινόνταν. Και αυτό το πράγμα συνεχίστηκε. Ακόμη κι όταν διώχτηκα από το Κατηχητικό δεν είχα έλεγχο του εαυτού μου. Είναι ένα πράγμα μυστηριώδες η ποίηση. Μυστηριώδες. Στο πανεπιστήμιο είχα έναν καθηγητή, τον Μουρέλο, καλή του ώρα, πέθανε βέβαια τώρα. Ήταν και λογοτέχνης. Έγραψε και ωραία μυθιστορήματα και μ' αγαπούσε. Μάλιστα ήταν ο πρώτος που μου πρότεινε να γίνω καθηγητής πανεπιστημίου και αρνήθηκα. Τέτοιες αρνήσεις έχω στο ενεργητικό μου. Και δεν είναι καθόλου εύκολο να σου προτείνει ο καθηγητής σου να γίνεις καθηγητής και να αρνηθείς. Τέλος πάντων, ας είναι. Μόλις τώρα πρόσφατα, τον Ιούνιο δέχτηκα να γίνω επίτιμος διδάκτωρ επειδή όλοι ούρλιαζαν ότι θα το θεωρούσαν προσβλητικό το αν εξακολουθώ να αρνιέμαι. Γιατί αρνήθηκα πάρα πολλές φορές. Εν πάσει περιπτώσει, ο Μουρέλος με βοήθησε να ξεκαθαρίσω αυτό το πράγμα. Δηλαδή τι ξεκαθάρισα; Συνειδητοποίησα πόσο η ποίηση έχει σχέση με το χάος. Δηλαδή δεν ξέρουμε τι μας γίνεται σε τέτοιο βαθμό. Γιατί το γράφει έτσι κι όχι αλλιώς; Άγνωστο. Τώρα δηλαδή χωρίς υπερβολή εκείνη την περίοδο που με ρωτάς θα έπρεπε να νιώθω κάτι σαν μέντιουμ. Κάτι λέει το μέντιουμ για διάφορα άγνωστα πράγματα αλλά από που τα ξέρει, γιατί τα λέει, πως επιμένει για ένα πράγμα το οποίο δεν το ξέρει κανείς απολύτως. Ούτε και η ίδια; Τέλος πάντων.
Περί Ονόματος
Κ.Λ.: Υπάρχει κάτι καταπληκτικό, μοναδικό στη διαδρομή σας και διορθώστε με αν κάνω λάθος. Μετά από την προσωπική σας περιπέτεια και την εξέλιξή του έργου σας και συμβολικά και από τη συνάντηση των δύο ονομάτων σας (Ντίνος και Χριστιανόπουλος) ενώ ήσασταν “διπλοβαφτισμένος”, νοιώθω ότι εκεί, στο έργο σας γίνεστε θριαμβικά μέσα στην ποίησή σας, ένας. Ένα πρόσωπο και το νοιώθω, έτσι και σας το λέω μ' έναν μεγαλειώδη τρόπο για έναν καλλιτέχνη. Η μητέρα μου π.χ. απ' την πλευρά της, παρακολουθώντας συνεντεύξεις σας, το 'χει πει απλά: Αυτός ο άνθρωπος είναι πάντα ο εαυτός του. Δε μασάει πουθενά. Θα μου πείτε τώρα, τα έχετε ξανακούσει όλα αυτά...
Ν.Χ.: Ναι τα έχω ξανακούσει πολλές φορές. Ήθελα να είμαι πάντοτε ειλικρινής.
Η Εξομολόγηση
Κ.Λ.: Από την άλλη αυτό που βρίσκω ακαταμάχητο στην ποίησή σας και σας διακρίνει ιδιαίτερα είναι αυτή η ανθρώπινη, φωτεινή εν τέλει, επικράτηση, η λύτρωση της εξομολόγησης, που σε άλλη σπουδαία, βαθειά ποίηση συχνά δε γινόμαστε κοινωνοί της.
Ν.Χ.: Δεν αποκλείεται. Γιατί εγώ βέβαια και σ' αυτό τώρα απαντώ σε μια ποιήτρια, η οποία μου έστειλε την ποιητική της συλλογή. Στο πρώτο ποίημα είχε έναν στίχο: “πρέπει να αποφεύγω να μιλώ για τα μεγάλα μου μυστικά”, λέει ο στίχος. Και της απαντώ: “Μα η ποίηση είναι ακριβώς το αντίθετο πράγμα: Να μιλάς για τα μεγάλα σου μυστικά. Αυτός είναι ο χώρος που σε βοηθάει να μιλήσεις γι' αυτά. Που αλλού θα μιλήσεις; Στα σαλόνια; Θέλω να σου πω αυτό το πράγμα: Αυτά που μου ζητάς, τα πιο πόλλα, δεν τα ξέρω. Αλλά είτε τα ξέρω, είτε δεν τα ξέρω, εκείνο που ενδιαφέρει είναι, για μένα τουλάχιστον, όχι απλώς η αλήθεια – αυτό από μόνο του δε μου λέει τίποτα – το “λέω απλά την αλήθεια” αλλά η εξομολόγηση. Η εξομολόγηση, στην κυριολεξία, έχει σημασία. Διότι η εξομολόγηση, καλώς ή κακώς, έχει σχέση με την ποίηση και αναρωτιέμαι πως κάποιοι ήθελαν να ασχολούμαι με την ποίηση αλλά όχι εξομολογούμενος;
Κ.Λ.: Και πιστός της...
Ν.Χ.: Ναι βέβαια και πιστός της. Έτσι, λοιπόν, θυμάμαι έναν παπά από τα κατηχητικά, σπουδαίο και πολύ ταπεινό (συγκινείται). Ήταν και εξομολόγος μου. Στα κατηχητικά, είχαμε έναν παπά, τον πατέρα Λεωνίδα Παρασκευόπουλο, ο οποίος αργότερα έγινε και Μητροπολίτης ενώ ως Αρχιμανδρίτης είχε θριαμβεύσει, έκανε και τα συσσίτια.Αυτός ο παπάς, λοιπόν, μια, δυο, τρεις φορές αφού εξομολογήθηκα με όλες τις χαζομάρες που μπορεί να πει κανείς ως εξομολόγηση, παιδί, ας πούμε: Έκλεψα το γλυκό της μαμάς μου, χτύπησα τη γάτα της μαμάς μου και κάτι τέτοια, γελοία και σαχλά, μου λέει σε μια στιγμή και δεν μπορώ να το ξεχάσω. "Βρε παιδάκι μου, δεν τα παρατάς αυτά. Ε, λέω και τι να πω; Λέει: "αν δεν έχεις τι να πεις, να σου πω εγώ. Δηλαδή αυτά που δε θέλεις να πεις, να σου τα πω εγώ". Λέω, πείτε. "Κοίταξε παιδάκι μου, εγώ σε ξέρω καλά και ξέρω ότι είσαι πιο καλό παιδί απ' ό,τι δείχνεις αλλά θέλω να συνειδητοποιήσεις κι εσύ ένα πράγμα. Κάνεις ένα μεγάλο σφάλμα το οποίο θα σ' ακολουθεί σ' όλη σου τη ζωή κι αν θέλεις να σου το πω αλλά να πιστέψεις ότι σου το λέω σοβαρά: είναι ότι αγαπάς πιο πολύ τους ανθρώπους παρά τον Θεό". Μια νέα άποψη. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση. Εγώ νόμιζα ότι είμαι άνθρωπος του Θεού. "Αγαπάς τουςανθρώπους", συνέχισε, "κι αυτό μακροπρόθεσμα θα σε βλάψει". Εγώτο άκουσα λίγο αστείο αυτό. Τι θα με βλάψει; Είχα πλήρη επίγνωση ποιος ήμουν και τι έκανα. Έτσι ένιωθα. Η απλή αυτή κουβέντα μου έκανε εντύπωση και με σημάδεψε σε όλη μου τη ζωή. Αυτό που σου λέω τώρα είναι πρώτη ύλη. Δεν τα 'χω ξαναπεί σε άλλες συνεντεύξεις αλλά μερακλώθηκα τώρα και τα λέω.
Κ.Λ.: Δε φαντάζεστε πόσο χαίρομαι...
Ν.Χ.: Ναι, πραγματικά μια και το 'φερε η κουβέντα, θέλω να είμαι ειλικρινής. Μου έκανε εντύπωση. Ναι, αγαπώ πιο πολύ τους ανθρώπους. Δηλαδή φιλάνθρωπος στην κυριολεξία, φίλος των ανθρώπων. Και πράγματι και αργότερα είδα π.χ. ο έρωτας τι είναι; Είναι με τους ανθρώπους. Αν πράγματι κάποιοι ερωτεύονται τον Θεό, ο Συμεών ο νέος Θεολόγος π.χ., αυτά εμένα δε μ' ενδιαφέρουν. Δε με αφορούν. Αλλά εκείνο που με αφορά είναι ο συνάνθρωπός μου, ένας με σάρκα και με κόκκαλα. Και ο Θεός τι είναι; Ούτε είδα, ούτε ξέρω. Τέλος πάντων, μη το ρίξουμε στη φτηνή θεολογία. Είναι γεγονός ότι από τότε που μου το είπε αυτό εκείνος ο παπάς δεν μπορώ να ξεχάσω τη μεγάλη διαφορά της αγάπης αυτής για θεϊκά και της άλλης για ανθρώπινα. Και, ω του θαύματος, μόνο ανθρώπους αγαπούσα. Πηγαίνω τακτικά στην εκκλησία αλλά και τι έγινε;
Κ.Χ.: Αγαπούσατε, όμως, πολλούς αγίους...
Ν.Χ.: Κι αυτό παίζεται...Μάλιστα ένας από τους λόγους που με διώξανε τότε ήταν ότι έβαλα μία αγία να μιλάει ερωτικά για έναν άγιο. Τέλος πάντων...Να σταματήσουμε εδώ; Είπαμε πολλά;
Ο Τσιτσάνης, η μελοποιημένη ποίηση, ο Χατζιδάκις
Πρόλαβα να ανασύρω στο μυαλό μου μερικές πολύ εύστοχα διατυπωμένες παρατηρήσεις του Γιώργου Χ. Θεοχάρη, ποιητή, διευθυντή και επιμελητή του λογοτεχνικού περιοδικού “Εμβόλιμον”, έτσι όπως της διάβασα στο κείμενο του, προς τιμής του Ντίνου Χριστιανόπουλου: “Όταν το βίωμα γίνεται ποίημα πριν γραφεί”. Άρχισα να παραθέτω στον ποιητή αυτές τις παρατηρήσεις: α) η ουσία της προβληματικής στην ερωτική ποίηση του Χριστιανόπουλου αφορά, εν τέλει, τον άνθρωπο, πέρα και πάνω από το πως ο καθένας επιλέγει το φύλο του συντρόφου του, β) η ποίηση του Χριστιανόπουλου εξανθρωπίζει την κακότητα του περιθωρίου και στηλιτεύει αποκαλύπτοντάς τήν την αστική υποκρισία.
Πάνω που ήμουν έτοιμος να του μιλήσω και για τον επιθετικά αντικομφορμιστή Χριστιανόπουλο, των αγαπημένων μου δοκιμίων του “Εναντίον” (εσείς που απορείτε για την κατάντια της σημερινής μας κρίσης, διαβάστε τα επειγόντως) με πρόλαβε: “Δεκαπέντε χρόνια έγραφα το βιβλίο για τον Τσιτσάνη, το οποίο με “πέθανε”. Δηλαδή λογάριαζα, φοβόμουν πως στ' αλήθεια θα πεθάνω. Είναι 370 σελίδες, αποκλειστικά για το έργο του συνθέτη. Όχι για τον άνθρωπο. Αν ο Τσιτσάνης ερωτευόταν ή ξε-ερωτευόταν π.χ., δε μ' ενδιέφερε καθόλου. Αλλά τα τραγούδια του με ενδιέφεραν πάρα πολύ με αποτέλεσμα να ακούσω συνολικά 700 τραγούδια του, ακόμη κι από παλιές κασέττες. Δεν ήταν λίγα, έτσι;”
Του λέω εγώ: “Πάντως μου ήρθε στο μυαλό κάτι άσχετο τώρα. Διαβάζοντας ξανά τελευταία το ποίημά σας, αποστρατευμένοι και νιώθοντας πόσο σύγχρονο είναι ακόμα σήμερα, δε θα πω επίκαιρο...
-Μια στιγμή, με προλαβαίνει, πάντως είναι ποίημα και δε θέλω σε καμία περίπτωση να γίνει τραγούδι.
-Α όχι, όχι, δεν το πήγαινα εκεί. Γνωρίζω αυτή την πάγια θέση σας να προτιμάτε να μη μελοποιούνται τα ποίηματα. Όμως μιας και το αναφέρατε πρώτος, δεν παραδέχεστε ότι πολλές φορές έστω κι από ένα μέτρια μελοποιημένο ποίημα ένα παιδί μπορεί να ανακαλύψει και να ψάξει το έργο ενός ποιητή; Σας είναι αδιάφορο αυτό;
-Όχι δε θα μπορούσα να πω πως αυτό μου είναι αδιάφορο και ως προς αυτό, σε σχέση με εμένα μία περίπτωση μου έχει κάνει πιο πολύ εντύπωση. Αυτή του Μάνου Χατζιδάκι.
Ν.Χ.: Πρέπει να σου πω ότι επειδή αγαπώ τον Τσιτσάνη, δεν αγαπώ τον Χατζηδάκι. Τους θεωρώ δύο διαφορετικούς κόσμους. Ο Χατζιδάκις είναι ένας καλό ψυχαγωγός των ανθρώπων της καλής κοινωνίας. Εγώ τι σχέση είχα μ' αυτά; Απ' την άλλη μεριά ο Χατζιδάκις δεν είναι ένας τυχαίος άνθρωπος, είναι σπουδαίος. Μέσα σ' αυτό μπλέχτηκα κι εγώ. Ναι αλλά αυτό είχε μια απίθανη περιπέτεια. Ο Χατζιδάκις τρελάθηκε με τα ποιήματά μου και άρχισε να μελοποιεί ποιήματα που εγώ δεν ήθελα ούτε στοιχειωδώ να μελοποιηθούν. Αλλά και τι να πω τώρα; Απαγορεύω; Ντροπή. Ντρεπόμουν πάρα πολύ και τον άφησα να κάνει ό,τι θέλει. Δεν είχαμε επαφή, ούτε γνωριστήκαμε από κοντά αλλά είχαμε τηλεφωνική επαφή, πολύ, πάρα πολύ.
Κ.Λ.: Οι “τύψεις” πάντως με συναρπάζουν και με συγκινούν βαθειά. Σήμερα ακούτε τραγούδια;
Ν.Χ.: Βαριέμαι, βαριέμαι πολύ.
Κ.Λ.: Η γλώσσα;
Ν.Χ.: Η γλώσσα πάει, έσβησε. Δεν υπάρχει τίποτα, τίποτα. Και στο μέλλον η κατάσταση θα γίνει ακόμη χειρότερη και τελικά όλα τα παιδιά μας θα τραγουδούν αμερικλάνικα.
Κ.Λ.: Και τι θα κάνουμε γι' αυτό;
Ν.Χ.: Δε βλέπω σωτηρία.
Βόλτα
Ξημερώνοντας Δευτέρα πρωί, τέσσερις ημέρες μετά την συνάντησή μου με τον κύριο Ντίνο Χριστιανόπουλο, μόλις ξύπνησα σκέφτηκα να του τηλεφωνήσω για να τον ευχαριστήσω και να του μεταφέρω πόσο ζωντανές ήταν ακόμα οι εντυπώσεις μου απ΄τη συνάντησή μας. Όμως δεν τον βρήκα στο τηλέφωνο και έτσι απ’ το Διοικητήριο κατηφόρισα την Ίωνος Δραγούμη, κοντοστάθηκα στην Ερμού, προσπαθώντας να θυμηθώ κάτι που ένοιωθα ότι είχα ξεχάσει και συνέχισα ως την Αριστοτέλους. Με το που έφτασα στην Αριστοτέλους, θυμήθηκα!! Είχα υποσχεθεί στους δικούς μου πως θ’ αγοράσω κάτι απ’ τη στοά Καράσσο (κάνει και ρίμα!) από τα περίφημα καταστήματά της δηλαδή με είδη δώρων και αξεσουάρ (αλήθεια, κάτι θλιβερό για την ιστορική συνέχεια της πόλης είναι πως ρωτώντας τους νεότερους φίλους του εικοσάχρονου ξαδέρφου μου για τη στοά δεν είχαν ιδέα που βρίσκεται, ούτε είχαν ξανακούσει γι' αυτήν…Αλλά θα μου πεις εδώ δεν ήξεραν το σημείο της δολοφονίας του Λαμπράκη). Αρχικά σκέφτηκα να μη γυρίσω αλλά τελικά μια και δυό πίσω Γιάννη τα Καράβια, επέστρεψα στη γωνία Ερμού και Βενιζέλου ξανά και να εκεί αμέσως ο Ντίνος Χριστιανόπουλος.
Ξημερώνοντας Δευτέρα πρωί, τέσσερις ημέρες μετά την συνάντησή μου με τον κύριο Ντίνο Χριστιανόπουλο, μόλις ξύπνησα σκέφτηκα να του τηλεφωνήσω για να τον ευχαριστήσω και να του μεταφέρω πόσο ζωντανές ήταν ακόμα οι εντυπώσεις μου απ΄τη συνάντησή μας. Όμως δεν τον βρήκα στο τηλέφωνο και έτσι απ’ το Διοικητήριο κατηφόρισα την Ίωνος Δραγούμη, κοντοστάθηκα στην Ερμού, προσπαθώντας να θυμηθώ κάτι που ένοιωθα ότι είχα ξεχάσει και συνέχισα ως την Αριστοτέλους. Με το που έφτασα στην Αριστοτέλους, θυμήθηκα!! Είχα υποσχεθεί στους δικούς μου πως θ’ αγοράσω κάτι απ’ τη στοά Καράσσο (κάνει και ρίμα!) από τα περίφημα καταστήματά της δηλαδή με είδη δώρων και αξεσουάρ (αλήθεια, κάτι θλιβερό για την ιστορική συνέχεια της πόλης είναι πως ρωτώντας τους νεότερους φίλους του εικοσάχρονου ξαδέρφου μου για τη στοά δεν είχαν ιδέα που βρίσκεται, ούτε είχαν ξανακούσει γι' αυτήν…Αλλά θα μου πεις εδώ δεν ήξεραν το σημείο της δολοφονίας του Λαμπράκη). Αρχικά σκέφτηκα να μη γυρίσω αλλά τελικά μια και δυό πίσω Γιάννη τα Καράβια, επέστρεψα στη γωνία Ερμού και Βενιζέλου ξανά και να εκεί αμέσως ο Ντίνος Χριστιανόπουλος.
-Δεν είναι δυνατόν, αναφώνησα σαστισμένος και
σάστισε και εκείνος. Τώρα σας σκεφτόμουν, του είπα, μιας και το πρωί σας
τηλεφώνησα και δεν σας βρήκα και δεν ήθελα να φύγω απ’ τη Θεσσαλονίκη
χωρίς να σας ευχαριστήσω πρώτα...
-Κι εγώ τώρα σκεφτόμουν πως θα έβλεπα κάποιον
γνωστό μου, μου απάντησε για να κατηφορίσουμε μαζί ως το ΜΙΕΤ (Μορφωτικό
Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης) που πηγαίνω στην έκθεση φωτογραφίας του φίλου
μου Άρι Γεωργίου…Περίεργα πράγματα, σχολίασε. Κατηφορίσαμ, λοιπόν και
πήγαμε στην έκθεση – εγώ εντυπωσιάστηκα και ο κ. Χριστιανόπουλος
μονολογούσε «ωραία, ωραία, με πείθει, ναι…» -
και επιστρέψαμε μιάμιση ώρα μετά πίσω ως την στάση “Αριστοτέλους” της
Ερμού…Τι τύχη και αυτή να σε ξεναγεί η ζωντανή ιστορία της πόλης, σε ένα
κομμάτι του κέντρου σαν αυτό! Είπαμε, είπαμε και τι δεν είπαμε, κυρίως
εκείνος δηλαδή που δεν κουράστηκε να απαντάει κάθε τόσο στις ερωτήσεις
μου.
Χείμαρρος αληθινός, μνήμη σπάνια και ένα ταλέντο
εκρηκτικό, μια ματιά απίθανη σε συνδυασμό με μία απίστευτη γνώση σε
επίπεδο αφηγήσης και εικόνων. Παρεκβάσεις που όχι μόνο δεν σε «βγάζουν»
απ’ το θέμα αλλά γεννώντας και άλλες παράλληλες δράσεις με το δικό τους
κέντρο ενδιαφέροντος επιτείνουν τη σημασία του αρχικού θέματος και της
επιστροφής μας σε αυτά. Είδαμε μαζί το αρχαιότερο βιβλιοπωλείο της
Θεσσαλονίκης ΜΟΛΧΟ (Τσιμισκή 10) με τις φοβερές περιπέτειες που το
συνέδεσε, η ιστορία κατά τον πόλεμο του '40, κτίρια που σώθηκαν απ΄τη
φωτιά του ’17, το ξενοδοχείο όπου διέμενε μία αγαπημένη εθνολόγος φίλη
του (θυμήθηκε την απώλεια της και συγκινήθηκε…). Η απάνθρωπη μοναξιά της
Νέας Υόρκης, μου είπε Ο θάνατος περνάει, απαρατήρητος. Είναι φοβερό!!
Αναφερόταν συχνά στους Αμερικάνους ως «οι Αμερικλάνοι» και τα
«Αμερικλάνικα τραγούδια» η «σχέδιά» τους.
Πάνω απ’ όλα όμως η αφήγησή του υπήρξε συνταρακτική
όταν στάθηκε απέναντι ακριβώς από το σημείο της δολοφονίας του Γρηγόρη
Λαμπράκη. Τα γεγονότα άρχισαν να ξεδιπλώνονται στη ματιά του ενώ άρχισε
να αφηγείται σε ρυθμό τόσο υποβλητικό που μου έκοψε την ανάσα και
κυριολεκτικά κρεμάστηκα απ’ τα χείλη του. Η σκηνή που ανέσυρε είχε ως
εξής: Ο θείος του ποιητή, o Κωνσταντίνος Μέγας τρέχει από το πλησίον
ξενοδοχείο που βρισκόταν τότε και με κίνδυνο σε αυτά τα εκατό μέτρα που
διένυσε να σκοτωθεί απ΄τους παρακρατικούς καίτοι ανήκε πολιτικά σε άλλο
«στρατόπεδο» από τον Λαμπράκη, παίρνει τον τραυματισμένο Λαμπράκη στα
χέρια του και τρέχει για να τον γλιτώσει. Η συγκίνησή του έκδηλη.
-Βλέπεις, μου είπε, πρέπει να είμαστε τελικά
ελαστικοί σχετικά με το από πού και από ποιον μπορεί να εκδηλωθεί η
ανθρωπιά και η αυταπάρνηση σε μία δεδομένη στιγμή, στιγμή συνήθως
δραματική.
Ο θείος του αυτός, ο Κώστας Μέγας, έπαιξε μεγάλο
ρόλο στη ζωή του. Όπως λέει ο ίδιος: το 1943 με έσωσε απ΄την πείνα και
απ’ το ’43 ως το ’52 ανέλαβε τις σπουδές μου (γυμνάσιο-πανεπιστήμιο).
Ήρθε ο καιρός, μου λέει, και του τα ανταπέδωσα όλα αυτά. Μεγάλη ιστορία η
ανταπόδωση, τόνισε. Το δώρο της ανταπόδωσης και η σημασία του.
Άρχισα να του εκμυστηρεύομαι τον μεγάλο μου πόνο
για την πρόσφατη απώλεια του πατέρα μου (η πρώτη μεγάλη ομάδα που έπαιξε
ο πατέρας μου ως ποδοσφαιριστής ήταν ο Ηρακλής) και να συζητάμε για το
ποίημα του “Αιώνιο παράπονο”, την εφηβική του δημοσίευση στο περιοδικό
“Ελληνόπουλο” του ποιήματος “Ξενιτεμένος” (κατά έναν περίεργο τρόπο το
πρώτου του αυτό ποίημα μου μοιάζει να συμπυκνώνει όλη τη μετέπειτα
αγωνία και διαδρομή του έργου του), τον Αλέξη Ασλάνογλου, τον Γιώργο
Ιωάννου, την τσαγερία επί της Ερμού που κάποτε έδωσε μία διάλεξη…
Στο μεταξύ ενώ συζητούσαμε για όλα αυτά και το ένα
θέμα έφερνε το άλλο και στο πήγαινε και στο γύρνα δεκάδες άνθρωποι τον
σταματούσαν στον δρόμο για να του δώσουν συγχαρητήρια. Άλλου γνωστοί
γνωστού του, οι περισσότεροι άγνωστοι.
-Κύριε καθηγητά, σας ευχαριστούμε που μας μαθαίνετε
γράμματα ή πάλι –Κύριε Χριστιανόπουλε η συνέντευξή σας στη Φλέσσα ήταν
αποκάλυψη.
Φοιτητές, ώριμοι, ηλικιωμένοι, άνθρωποι που ήθελαν
να εκφράσουν τον θαυμασμό τους αλλά κυρίως –κάτι που με συγκίνησε κι
άλλο-να πουν «Ευχαριστώ». Τον κοιτάζω και σκέφτομαι τον στίχο του:
«Κούραση, πιο τρομακτική απ΄την ποίηση υπάρχει;». Απ΄την άλλη όμως τι
άλλο από μια τέτοια διαδρομή που κρατάει πάνω από μισό αιώνα είναι ο
ζωντανός πολιτισμός μας;
Γυρίζει και μου λέει: Ως και ένα παιδί απ' αυτούς
τους αστυνομικούς με τις μοτοσυκλέτες, με σταμάτησε και μου είπε: Σας
ευχαριστούμε που υπάρχετε! Το φαντάζεσαι;
-Το φαντάζομαι. Εξ’ άλλου, του είπα, και εγώ θέλω
να σας ευχαριστήσω γιατί πια έχω οριστικά την αίσθηση, νοιώθω δηλαδή πως
σε όλες αυτές τις διαδρομές σας είδατε και πάθατε για να μας δείξετε
τελικά το δρόμο της επιστροφής μας στο σπίτι, στη γαλήνη και την αγάπη
που αξίζουμε.
- Σε λυπάμαι, μου είπε, φτάνοντας στη στάση
Αριστοτέλους, στην Ερμού την ώρα που ανέβαινε στο λεωφορείο για Σαράντα
Εκκλησιές, εσείς οι μουσικοί ταλαιπωρείστε τόσο έτσι που μετακινείστε
συνέχεια με τις περιοδείες…Εγώ έχω ταξιδέψει ελάχιστα. Άντε τώρα να
πηγαίνουμε και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα…Και χάθηκε μαζί με το
λεωφορείο μέσα στη βουή της πόλης.
Εκ των υστέρων είδα πως εκείνη τη μέρα στο
εορτολόγιο ήταν της Μαρία της Αιγυπτίας, για την οποία έχει γράψει ένα
απ’ τα περίφημα ποιήματά του, ένα απ’ τα πιο αγαπημένα μου.
Πιθανώς να μην ήταν τυχαία αυτή η δεύτερη
συνάντηση, σκεφτόμουν, όπως είχε επισημάνει και ο κύριος
Χριστιανόπουλος, αμέσως τότε, ένα μεγάλο «εις το επανιδείν» και ο «Θεός
να μας έχει γερούς» άναψε στην ψυχή μου. Σε λίγες μέρες ερχόταν η Μεγάλη
Εβδομάδα.
Σημείωση:
Η συνέντευξη αυτή πραγματοποιήθηκε μετά την επίμονη πρότασή μου στον Κώστα Γιάντσιο και το περιοδικό biscotto 2310 και κατόπιν στις εκδόσεις Ιανός πρώτα απ΄όλα για να συναντήσω επιτέλους τον αγαπημένο μου ήρωα –πρωτοδιάβασα τη «Μαγδαληνή» του στα γυμνασιακά μου χρόνια από την ανθολογία του Περάνθη εξ αιτίας της φιλότεχνης γιαγιάς μου - δεύτερον από τη συγκινητική ιδέα (όπως αφιέρωσε κάποτε ο ποιητής Θανάσης Κυριαζής στον Ντίνο Χριστιανόπουλο) της πρόθεσης να ενισχύσεις σε κάποιον την αγάπη του στην ποίηση (έστω και σε έναν ανήσυχο - πιτσιρικά ή όχι- αναγνώστη του μεγαλύτερου free press της Θεσσαλονίκης) και τρίτον για την αγάπη στην θαυμαστή συνέχεια της Θεσσαλονίκης και των πνευματικών της προσώπων. Τέλος και πάνω απ’ όλα για την αγάπη στον συνάνθρωπο και τα πάθη του. Γιατί αν θα διάλεγα ένα κόσμημα πάνω απ' το όνομα Χριστιανόπουλος θα ήταν αυτό: κατά κυριολεξίαν φιλάνθρωπος.
Ευχαριστίες στη Μαρία Λιαποπούλου και βέβαια στον κύριο Νίκο Καρατζά του IANOY
(Αναδημοσίευση από το www.biskoτto.gr)
Link: http://biscotto.gr/prosopa/sunenteuxeis/o_kostas_leibadas_sunanta_ton_ntino_xristianopoulo.html#main
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου