«Οι ιστορίες από τα Χανιά», λέει ο Παύλος Παυλίδης, «ξεκινούν από πολύ παλιά από τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Είναι σίγουρα μια πόλη που συνδέεται πολύ έντονα με την εκκίνηση εκείνου του συγκροτήματος. Με την εκκίνηση των “Ξύλινων Σπαθιών”. Γύρω στο ‘95 – ‘96 θυμάμαι ότι ίσως ήταν από τις πρώτες πόλεις, εκτός Αθηνών και Θεσσαλονίκης, που αισθανόμασταν την ορμή που είχε η νεολαία εκείνη την εποχή σε σχέση με εκείνη τη μουσική. Βρισκόμασταν σε μια καμπή της μουσικής ιστορίας της χώρας, όσον αφορά τα γούστα του κοινού. Κατά κάποιον τρόπο ήταν η πρώτη πόλη με την οποία αισθάνθηκα και εγώ να συνδέομαι γιατί τότε ξεκίνησαν οι περιοδείες μας σε όλη τη χώρα. Δεν είναι τυχαίο ότι και στον δεύτερο δίσκο υπάρχει γραπτή αφιέρωση για τον κόσμο που μας είχε υποδεχτεί την πρώτη φορά στα Χανιά. Και παρόλο που δεν μου αρέσει ιδιαίτερα, να μιλάω νοσταλγικά για το παρελθόν, ειδικά τα Χανιά έχουν αποτυπωθεί σε κάποια τραγούδια. Αυτοί που μας παρακολουθούν πολλά χρόνια τώρα, π.χ. ξέρουν ότι το τραγούδι “Στο βράχο” έχει την εκκίνησή του εκεί, όπως και το “Ατλαντίς”».
Ο Παύλος Παυλίδης μας διηγείται μια ιστορία από την πρώτη συναυλία με τα “Ξυλινα Σπαθιά” στο Φιρκά: «Έτυχε να είναι χορηγοί κάποια παιδιά που είχαν κάποια μαγαζιά εκεί στην πόλη. Δεν ξέραμε κανέναν από αυτούς. Όταν τελείωσε λοιπόν η συναυλία, είχαν κανονίσει κάποιου είδους έκπληξη. Η έκπληξη ήταν ότι μας φορτώσαν σε αυτοκίνητα γύρω στα μεσάνυχτα και η πρώτη στάση μας ήταν στο κάστρο, έξω από τα Χανιά, στην Απτερα. Εκείνο το μέρος εκείνη την εποχή δεν είχε και πολύ σχέση με την εικόνα που έχει σήμερα. Δεν είχε ασχοληθεί με την αποκατάστασή του η Αρχαιολογική Υπηρεσία ή ο Δήμος. Θυμάμαι τη θέα από εκεί, θυμάμαι την απίστευτη παρέα, θυμάμαι το φεγγάρι, θυμάμαι τον αέρα που φυσούσε και αυτή την αίσθηση της ελευθερίας. Για εμένα ήταν κάπως πρωτόγνωρα συναισθήματα. Καταλάβαινα ότι κάπου από εκεί ξεκινάει και το ταξίδι όλης της ομάδας. Θυμάμαι ένα ένα τα παιδιά, τα “Ξύλινα Σπαθιά”, τους υπόλοιπους οι οποίοι ήταν καταπληκτικοί. Θυμάμαι το πηγάδι που υπήρχε στο κέντρο από το κάστρο. Και, στην ουσία, χωρίς να το πολυκαταλάβω, καταγράφηκε όλο αυτό στη μνήμη μου.
Οταν ξεκίνησα να γράφω το κομμάτι που λέγεται: “Στο βράχο” οι εικόνες διαδεχόταν η μία την άλλη, χωρίς να είμαι απολύτως σίγουρος για το τι λέω. Κατόπιν, αφού γράφτηκε το τραγούδι συνειδητοποίησα ότι είχε κατά κάποιο τρόπο δημιουργηθεί στο ασυνείδητο μου.
Αυτή η βόλτα που μας επεφύλαξαν τα παιδιά, συνεχίστηκε στο Ελαφονήσι. Ηταν βράδυ σε ένα μέρος που δεν είχα δει ποτέ στη ζωή μου. Ενα παιδί έπεσε με ένα φακό και έβγαζε ψάρια. Και περιμέναμε το ξημέρωμα για να δούμε το μαγευτικό αυτό τοπίο. Μιλάμε για 25 χρόνια πριν.
Και αφού μείναμε στο Ελαφονήσι, η μαγεία συνεχιζόταν κατά την επιστροφή μας στα Χανιά. Σταματήσαμε να φάμε σε ένα χωριό πάνω από τα Χανιά. Κάποια στιγμή έχουμε καθίσει στο τραπέζι. Μου λέει ο Νίκος, ο αρχηγός της παρέας των ξεναγών μας, γιατί με έβλεπε να κοιτάω γύρω γύρω τους Κρητικούς που μας κοιτούσαν κάπως βλοσυρά (ήταν όλοι ντυμένοι με ρούχα παραλλαγής, ήταν ένα κλίμα που δεν έμοιαζε τόσο ειδυλλιακό και φιλόξενο): Θες να μας πεις τους στίχους από το τραγούδι που μας είπες κάτω στο Ελαφονήσι; Αυτό που λεγόταν “βροχοποιός”. Μόλις είχαν γραφτεί αυτοί οι στίχοι και τους είχα μοιραστεί με τα παιδιά. Δεν καταλάβαινα γιατί σε εκείνο το καφενεδάκι έπρεπε να ξαναλέω στίχους. Αλλά από τον τρόπο που με κοίταξε ο Νίκος κατάλαβα ότι μάλλον θα είχε κάποιο νόημα να το κάνω. Οπότε άρχισα να λέω: “Όταν ήμουνα μικρός στα όνειρά μου πάντα ερχότανε
ένας άσπρος αετός με κοιτούσε και θυμότανε”… και όλους τους υπόλοιπους στίχους.
Και από δύο – τρία τραπέζια άρχισαν να έρχονται κανάτες με κρασιά και ρακές. Μας κερνούσαν. Με το πού άρχισα να λέω τους στίχους είπε πέσει απόλυτη σιωπή σε αυτό το μαγαζί και ήταν ένα μαγαζί που φαινόταν ότι δεν προσφέρεται για βραδιά ποίησης και για απαγγελία. Και αυτό μου είχε κάνει τεράστια εντύπωση. Με κοιτάει ο Νίκος χαμογελώντας και μου λέει:
“Σού κάνει εντύπωση που συμβαίνει αυτό; Που μας κερνάνε επειδή είπες ένα ποιηματάκι;”. Λέω: “Ναι, μου κάνει”.
Μου λέει: “Είναι ένα χωριό που μαζεύονται από όλους τους νομούς της Κρήτης και γίνεται μια γιορτή μαντινάδας”. Ηταν από τα πιο συγκινητικά πράγματα. Σιγά – σιγά απόκτησα μια πρώτη γνωριμία με την Κρήτη σε εκείνο το μέρος, καταλαβαίνοντας ότι εδώ η παράδοση είναι ζωντανή και ότι η Τέχνη δεν έχει να κάνει με χαρτιά και με τον τύπο της διανόησης που υπήρχε παλιότερα.
Αυτή είναι μία από τις αναμνήσεις που έχω από τα Χανιά.
Αυτή η πρώτη βόλτα η οποία ήταν στην ουσία μια διήμερη βόλτα με παιδιά που μόλις είχαμε γνωρίσει. Κρατήσαμε τη φιλία μας για αρκετά χρόνια. Τους έχω χάσει τα τελευταία χρόνια. Με τεράστια χαρά θα τους ξανασυναντούσα. Γιατί έχω μόνο καλά πράγματα στη μνήμη μου».
Ο “ΜΥΘΟΣ”
«Θα μπορούσα να πω άλλες δέκα ιστορίες για τα Χανιά. Για το θρυλικό μαγαζί που λεγόταν: “Μύθος”. Για το πώς ξεκινούσαν πολλά στιχάκια σε εκείνο το μαγαζί κοιτάζοντας τα νερά του λιμανιού. Είναι μια ατμόσφαιρα που νομίζω ότι και εκείνοι που έχουν ζήσει στα Χανιά εκείνη τη δεκαετία, έχουν κρατήσει στο μυαλό τους σαν κάτι μοναδικό. Ισως συνδέεται με τη νεότητα κάποιων».
-Ποια στιχάκια ξεκίνησαν στον “Μύθο”;
«Είναι το “Ατλαντίς στο βυθό φωτισμένα άρματα”. Ηταν τα φώτα του λιμανιού που πέφταν στα νερά. Θυμάμαι στο μπαρ του “Μύθου” τον μπάρμαν να απλώνει τα σφηνάκια, τον κόσμο να χορεύει, σε ένα μικρό μαγαζί που ξαφνικά γίνεται τεράστιο. Αποτυπωνόταν εκεί και όλη η ατμόσφαιρα μιας εποχής. Δεν ξέρω αν έχω ξαναζήσει έτσι ταξιδεύοντας όλα αυτά τα χρόνια, παρόλο που έχω επισκεφτεί πάρα πολλά μπαρ σε όλη τη χώρα. Εκείνες οι στιγμές στο Μύθο είναι κάπως ανεξίτηλα γραμμένες και η αγάπη μου για τα Χανιά εξακολουθεί να είναι ζωντανή. Κάθε φορά που φτάνω στο παλιό λιμάνι αισθάνομαι σαν να το βλέπω για πρώτη φορά. Και αισθάνομαι τυχερός κάθε φορά που έρχομαι σε αυτή την πόλη γιατί είναι σαν να συνεχίζεται ένα παραμύθι μέσα μου, σαν να συνεχίζεται αυτός ο μύθος».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΥΒΙΑΚΗΣ
(Χανιώτικα νέα - 12/2/2022)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου