Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2019

Χανιώτες του εξωτερικού: Μιχάλης Χατζηδάκης

Ακολουθώντας μια σημαντική πορεία στο χώρο της ιστορίας της τέχνης, ο Δρ Μιχάλης Χατζηδάκης είναι διδάκτωρ και μεταδιδακτορικός επιστημονικός συνεργάτης στο Ινστιτούτο Ιστορίας Τέχνης και Ιστορίας της Εικόνας του πανεπιστήμιου Χούμπολντ στο Βερολίνο. Επίσης, είναι μέλος του συλλόγου Ελλήνων Ιστορικών Τέχνης και του συλλόγου Γερμανών Ιστορικών Τέχνης. Από το 1995 έως το 1999 ο Μιχάλης Χατζηδάκης πραγματοποίησε σπουδές Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης, στο Πανεπιστήμιο Κρήτης στο Ρέθυμνο και είχε συμμετοχές στην πανεπιστημιακή ανασκαφή στην Ελεύθερνα. Το 2004 απέκτησε μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών (Magister Artium) στο πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου στην ιστορία της τέχνης και την κλασική αρχαιολογία. Τα χρονικά διαστήματα 1999–2004 και 2006 ήταν Βοηθός και Επιστημονικός συνεργάτης σε ερευνητικό πρόγραμμα στο πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου με θέμα: “Αποθησαυρισμός των αρχαίων έργων τέχνης και αρχιτεκτονικής, των γνωστών στους καλλιτέχνες της Αναγέννησης” (χρηματοδοτούμενο από τη Βερολινέζικη-Βραδεμβουργική Ακαδημία των Επιστημών). Από τον Οκτώβριο 2006 έως τον Οκτώβριο 2008 ήταν διδακτορικός ερευνητής στο Γερμανικό Ινστιτούτο Ιστορίας Τέχνης Max Planck Insitut, Φλωρεντία και το 2009 υπότροφος στο Ινστιτούτο Warburg στο Λονδίνο. Από τον Οκτώβριο 2013 έως τον Δεκέμβριος 2016 στο Πανεπιστήμιο Humboldt, ήταν μεταδιδακτορικός επιστημονικός συνεργάτης ενώ από τον Οκτώβριο του 2017 είναι διδάκτωρ στο Ινστιτούτο Ιστορίας Τέχνης και Εικόνας, στο πανεπιστήμιο Humboldt στο Βερολίνο. Μάλιστα, συμμετείχε το 2018 στη διοργάνωση στο πλαίσιο σεμιναρίου, επιτόπιας εκπαιδευτικής άσκησης για τη βυζαντινή Κρήτη. Ο ίδιος έχει πληθώρα δημοσιεύσεων στο βιογραφικό του και έχει εκδώσει το βιβλίο: «Ο Κυριακός Αγκωνίτης και η ανακάλυψη εκ νέου της ελληνικής αρχαιότητας κατά τον 15ο αιώνα». Τώρα βρίσκεται στη φάση συγγραφής της δεύτερης αυτοτελούς μονογραφίας του που πραγματεύεται την πρόσληψη της αρχαιότητας στο έργο του Ραφαήλ και των μαθητών του στην επονομαζόμενη «Αίθουσα του Μεγάλου Κωνσταντίνου» στο παλάτι του Βατικανού στη Ρώμη. Ο ίδιος έχει συμμετοχές σε επιτροπές κρίσεων διδακτορικών διατριβών και πληθώρα επιστημονικών δημοσιεύσεων σε έγκυρα επιστημονικά περιοδικά στα γερμανικά, ελληνικά, αγγλικά και ιταλικά. Ο Μιχάλης Χατζηδάκης διατηρούσε από το 2005 έως το 2017 τη στήλη «Φανταστικό Μουσείο» στις «Διαδρομές» των «Χανιώτικων νέων».
Για το πώς προέκυψε το εξωτερικό και η απόφασή του να εγκατασταθεί και να εργαστεί στο Βερολίνο, ο Μιχάλης Χατζηδάκης λέει ότι με την πόλη τον συνδέει «ένα αόρατο νήμα, ήδη από το μακρινό 1995, όταν φοιτητής ακόμα, το επισκέφτηκα για πρώτη φορά, λίγα μόλις χρόνια μετά την πτώση του τείχους. Η αποπνέουσα ατμόσφαιρα μποέμ παρακμής της πόλης με συνεπήρε και εξακολουθεί να με σαγηνεύει αδιάλειπτα έως σήμερα, παρά τις τεράστιες αλλαγές που έχουν συντελεστεί στο μεσοδιάστημα στο κοινωνικοπολιτικό σκηνικό. Όταν μετά το πέρας των σπουδών μου στο πανεπιστήμιο Κρήτης έγινα δεκτός από το πανεπιστήμιο του Humboldt για μεταπτυχιακές σπουδές, δε χρειάστηκε να το σκεφτώ δεύτερη φορά. Ακολούθησαν οι διδακτορικές μου σπουδές, τις οποίες ολοκλήρωσα με επιτυχία το 2012. Από το Σεπτέμβριο του 2013 εγώ και η γυναίκα μου ζούμε και εργαζόμαστε στο Βερολίνο». Ο ίδιος διευκρινίζει ότι «στο πανεπιστήμιο –στην παρούσα φάση τουλάχιστον- δεν κατέχω μόνιμη θέση εργασίας, αλλά συμμετέχω ως μεταδιδακτορικός επιστημονικός συνεργάτης σε ένα ερευνητικό πρόγραμμα με σύμβαση ορισμένου χρόνου, συνεισφέροντας την ίδια στιγμή και στη διδασκαλία». Παράλληλα βρίσκεται «στο τελικό στάδιο συγγραφής της δεύτερης αυτοτελούς επιστημονικής μου μελέτης για την απόκτηση του τίτλου του υφηγητή, ο οποίος εδώ στη Γερμανία αποτελεί –σε αντίθεση με την Ελλάδα- απαρέγκλιτη προϋπόθεση για τη διεκδίκηση πανεπιστημιακής καθηγητικής έδρας». Μια από τις σπουδαιότερες και η πιο συναισθηματική στιγμή της πορείας του στο χώρο της ιστορίας της τέχνης έως τώρα «είχε υπάρξει αδιαμφισβήτητα η έκδοση της διδακτορικής μου μελέτης στα γερμανικά το Μάρτιο 2017. Η μελέτη επιχειρεί για πρώτη φορά να προσεγγίσει την πρόσληψη της αρχαιοελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς από την πλευρά του δυτικού κόσμου στην εποχή των πρώϊμων αρχαιογνωστικών σπουδών με σημαίνουσα μορφή τον ακάματο ταξιδευτή Κυριακό Αγκωνίτη (1391-1452), για τον οποίο έχω ήδη δώσει διαλέξεις και στην Κρήτη. H ηθική ικανοποίηση για το τελικό αποτέλεσμα ήταν τεράστια, λαμβάνοντας υπόψη τις τεράστιες απαιτήσεις του εγχειρήματος, προϊόντος πρωτότυπης  δεκαετούς σχεδόν έρευνας στην ελληνική και πρώην βυζαντινή επικράτεια και στις απανταχού ευρωπαϊκές βιβλιοθήκες. Απογοητευτικό παραμένει μονάχα το γεγονός ότι οι έως τώρα προσπάθειες για μια ελληνική έκδοση –δεδομένης και της πολυπλοκότητας μιας τέτοιας απόπειρας- δεν έχουν προς το παρόν στεφθεί με επιτυχία. Στις εξέχουσες στιγμές συγκαταλέγω επίσης τη διετή συνεργασία μου με το Γερμανικό Ινστιτούτο Ιστορίας Τέχνης Max Planck στη Φλωρεντία –κοιτίδας της τέχνης και του πολιτισμού της εποχής της «Αναγέννησης», που βρίσκονται στο επίκεντρο των ερευνητικών μου ενδιαφερόντων- αλλά και την παρουσία μου ως Francis Yates Fellow στο διεθνούς ακτινοβολίας Warburg Institute στο Λονδίνο».

Η Ελλάδα

Για το αν θα επέστρεφε στην Ελλάδα αν του δινόταν η ευκαιρία θα πει: «Είμαι Αποκορωνιώτης από την πλευρά του πατέρα μου και Σελινιώτης από εκείνη της μητέρας μου και αγαπώ τόσο τα Χανιά, όσο και την κρητική ύπαιθρο. Στο νησί επιστρέφω κάθε καλοκαίρι, πέρισυ μάλιστα και με τη συνοδεία μιας ομάδας φοιτητών μου στο πλαίσιο μιας επιτόπιας άσκησης για τη Βυζαντινή Κρήτη, στους οποίους μπόρεσα –θέλω να πιστεύω- να εμφυσήσω λίγη από την αγάπη μου για την πατρογονική κληρονομιά του τόπου μας. Μια πιθανή επιστροφή στην Ελλάδα –χωρίς να θέλω να την απορρίψω στην παρούσα φάση κατηγορηματικά– αποτελεί συνάρτηση πολλών παραγόντων. Ένας από αυτούς έχει να κάνει και με τη φύση του αντικειμένου καθεαυτού. Στη Γερμανία η ιστορία της τέχνης έχει να επιδείξει μια μακρά παράδοση και διδάσκεται σε ακαδημαϊκό επίπεδο συστηματικά από τα μέσα του 19ου αιώνα, στο πανεπιστήμιό μου μάλιστα από το 1844. Πέρα από θέματα ανταποδοτικότητας, οικονομικών απολαβών και διοχέτευσης κρατικών πόρων σε διδασκαλία και έρευνα, οι δυνατότητες που έχει ένας νέος επιστήμονας να εξελίξει τις δεξιότητές του εδώ με συμμετοχή σε ημερίδες, επιστημονικά συνέδρια και καλλιτεχνικές εκθέσεις είναι ανεξάντλητες. Χωρίς αυτό να σημαίνει ωστόσο ότι στην Ελλάδα δεν έχουν γίνει αλματώδη βήματα προόδου στον κλάδο μας τα τελευταία 20 χρόνια, ώστε η ιδρυθείσα το 2001 Εταιρεία Ελλήνων Ιστορικών Τέχνης να αριθμεί πλέον πάνω από 150 μέλη».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΥΒΙΑΚΗΣ
(Χανιώτικα νέα - 6/12/2019)
Link: http://www.haniotika-nea.gr/michalis-chatzidakis/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου