Γράφει ο ΑΝΕΣΤΗΣ ΚΑΖΑΖΗΣ*
«Βάζει η Μέρκελ τη στολή της και φιλά τον Σαρκοζί της... μ’ όλα τα λεφτά». Ξυπνάω κεφάτος. Αποφασισμένος για εθνική λιακάδα παρόλη τη δημοσιονομική συννεφιά.
Να αφυπνίσω χαμόγελο, παρόλη την οικονομική θλίψη. Ενα «Οχι» είπαμε κι εμείς στη σύγχρονη ιστορία μας. Δεν μπορώ να το αφήσω να περάσει χωρίς τον στοιχειώδη εορτασμό.
Ηχος τυμπάνων εγκλωβίζεται μεταξύ καρδιάς και στέρνου. Ολα σε προσπάθεια συντονισμένου βήματος. Ενα στ’ αριστερό. Ή μήπως το αντίθετο; Σημαιάκια σε παιδικά χέρια. Τα μόνα αθώα για να υψώνουν σύμβολα. Κάτω από τέντες, αραδιασμένοι επίσημοι φόρεσαν τα καλά τους. Πρώτα κατάθεση στεφάνου. Τακτοποίηση εθνόχρωμης κορδέλας και υπόκλιση σε λιβάνι μνήμης. Ενστολες προσοχές και τιμητικοί χαιρετισμοί. Λόγοι κονσέρβας, τσαλακωμένοι σε εσωτερικές τσέπες. Αεράκι που παίζει με φουστανέλες, μαλλιά και νεύρα. Η χώρα παρελαύνει με νέο κούρεμα.
Εγώ, ποτέ καλός στις παρελάσεις. Γι’ αυτό δραπετεύω. Μακριά από τσιτάτα ηρωικά στιγμιότυπα. Στρατιώτες στο χιόνι. Μαυροφόρες σε δύσβατα μονοπάτια. Ο Πρέκας με απαστράπτουσα οδοντοστοιχία και φλεγόμενο οπλοπολυβόλο. Ο Καζάκος με άνεση Τζων Γουέιν καβάλα σε άλογο. Και η Αλίκη, με προσεγμένο μακιγιάζ, να τρώει το ξύλο της ζωής της. Αλλά να κρατά κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα. Και γύρω απ’ όλα, η φωνή της Βέμπο. Με ελαφρά ραγισμένες νότες, σε ηχογραφήσεις που χάνουν στροφές.
Γι’ αυτό χάνομαι. Κι ανεβαίνω ψηλά. Στους τάφους των Βενιζέλων. Ολη η πόλη μπροστά μου, χωρίς τον ήχο της. Να μη βλέπω κομματικές εφημερίδες να μοιράζουν ελληνικές σημαίες. Στην επόμενη εθνική εορτή, πιθανά ο εθνικός μας ύμνος θα κυκλοφορήσει σε cd. Και μάλιστα σε extended remix. Κλείνω τα αφτιά στον ήχο ακριβοπληρωμένων αρμάτων που γεμίζουν συμμαχικά ευρωπαϊκά ταμεία. Αδιαφορώ για καλοστοιχισμένες αράδες. Για την αποτελεσματικότητα και το διευρυμένο βεληνεκές νέων δανεικών οπλικών συστημάτων. Δεν αντέχω να ακούσω για άλλη μια φορά στοιχεία για το «ετοιμοπόλεμο», το «υψηλό φρόνημα» και το «βαθύ αίσθημα ευθύνης». Οχι γιατί δεν υπάρχουν, αλλά γιατί έχω βαρεθεί να πουλιούνται μια δυο φορές τον χρόνο σαν προϊόντα της μοναδικής δυτικής χώρας που επιμένει να κάνει παρελάσεις, ενώ καλά - καλά δεν γνωρίζει προς τα που βαδίζει.
Φτιάχνω τη δική μου παρέλαση. Στην κεφαλή, ειδικό άγημα συνταξιούχων. Τιμημένη τρίτη ηλικία. Υποτιμημένα επιδόματα. Ανάπηροι πολέμου και ανάπηρες συντάξεις. Οι άνθρωποι που αποτέλεσαν κάποτε την εργατική ραχοκοκκαλιά τόσο της χώρας μας όσο και της ίδιας της Γερμανίας στη δεκαετία του ’60. Οι άνθρωποι που δημιουργούν ατέλειωτες ουρές σε διαδρόμους αγενών ασφαλιστικών ταμείων. Που ζουν με το όνειρο χαμηλής συμμετοχής σε συνταγογραφήσεις. Που αγωνιούν σε «ευάερους» θαλάμους κακοσυντηρημένων Νοσοκομείων. Στη δική μου παρέλαση, αυτοί παρελαύνουν πρώτοι. Με σταθερό βήμα.
Ακολουθούν οι μαθητές. «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά. Που σκληρά πολεμάτε... με τα κινητά». Παιδιά χωρίς βιβλία. Με το «σύστημα» να τους βοηθά μόνο για την ενεργοποίηση της υπηρεσίας facebook, κρατώντας τους μακριά από κάθε σύγχρονη εκπαιδευτική εξέλιξη. Με μαλλί βρεγμένο από ζελέ και βλέμμα ευθυτενές προς ένα μέλλον στεγνό. Ωραίοι, νέοι κι ατυχείς. Η γενιά που δεν έζησε Χούντες, δεν έφτιαξε Πολυτεχνεία, δεν γνώρισε δραχμή και καλείται να ζήσει το πιο σκληρό πρόσωπο του ευρώ.
Ακολουθούν εργάτες και αγρότες. Οι Ελληνες που δεν έκλεψαν και δεν «συνέφαγαν», αλλά συνεχίζουν να μένουν στο περιθώριο μιας κοινωνίας που βρίσκει υψηλές θέσεις μόνο σε ό,τι χαμηλό και ποταπό έχει να επιδείξει τούτος ο τόπος. Οι νέοι, που παρόλο το χάος, έχουν τη δύναμη και το χαμόγελο να φτιάχνουν οικογένειες και να φέρνουν στον κόσμο παιδιά χρεωμένα από κούνια.
Η δική μου παρέλαση, δεν κάνει θόρυβο. Δεν αφήνει πίσω της χαρτούρα. Δεν κλείνει τους δρόμους ούτε γεμίζει τα στενά με φιλαρμονικές διεκδικήσεις της Ελληνικότητας της Μακεδονίας. Αυτή η παρέλαση, η δική μου, μου θυμίζει την πίκρα του ’22, τα δάκρυα της επταετίας και της Κύπρου, τη βαριά μυρωδιά των σκανδάλων, την αμηχανία των Ιμίων. Μου τα θυμίζει όλα με ένα τρόπο λυτρωτικό. Ετσι όπως λυτρωτικό είναι που βλέπω την πόλη από ψηλά.
Βαρέθηκα τα ισόγεια της διπλωματίας. Και πολύ περισσότερο, τα υπόγεια της πολιτικής. Που μίκρυναν πια τόσο. Και δεν χωρούν ούτε το ανάστημα ούτε τα «Οχι» μας.
*ankaz2011@hotmail.com
(Αναδημοσίευση από Χανιώτικα νέα - 28/10/2011)
«Βάζει η Μέρκελ τη στολή της και φιλά τον Σαρκοζί της... μ’ όλα τα λεφτά». Ξυπνάω κεφάτος. Αποφασισμένος για εθνική λιακάδα παρόλη τη δημοσιονομική συννεφιά.
Να αφυπνίσω χαμόγελο, παρόλη την οικονομική θλίψη. Ενα «Οχι» είπαμε κι εμείς στη σύγχρονη ιστορία μας. Δεν μπορώ να το αφήσω να περάσει χωρίς τον στοιχειώδη εορτασμό.
Ηχος τυμπάνων εγκλωβίζεται μεταξύ καρδιάς και στέρνου. Ολα σε προσπάθεια συντονισμένου βήματος. Ενα στ’ αριστερό. Ή μήπως το αντίθετο; Σημαιάκια σε παιδικά χέρια. Τα μόνα αθώα για να υψώνουν σύμβολα. Κάτω από τέντες, αραδιασμένοι επίσημοι φόρεσαν τα καλά τους. Πρώτα κατάθεση στεφάνου. Τακτοποίηση εθνόχρωμης κορδέλας και υπόκλιση σε λιβάνι μνήμης. Ενστολες προσοχές και τιμητικοί χαιρετισμοί. Λόγοι κονσέρβας, τσαλακωμένοι σε εσωτερικές τσέπες. Αεράκι που παίζει με φουστανέλες, μαλλιά και νεύρα. Η χώρα παρελαύνει με νέο κούρεμα.
Εγώ, ποτέ καλός στις παρελάσεις. Γι’ αυτό δραπετεύω. Μακριά από τσιτάτα ηρωικά στιγμιότυπα. Στρατιώτες στο χιόνι. Μαυροφόρες σε δύσβατα μονοπάτια. Ο Πρέκας με απαστράπτουσα οδοντοστοιχία και φλεγόμενο οπλοπολυβόλο. Ο Καζάκος με άνεση Τζων Γουέιν καβάλα σε άλογο. Και η Αλίκη, με προσεγμένο μακιγιάζ, να τρώει το ξύλο της ζωής της. Αλλά να κρατά κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα. Και γύρω απ’ όλα, η φωνή της Βέμπο. Με ελαφρά ραγισμένες νότες, σε ηχογραφήσεις που χάνουν στροφές.
Γι’ αυτό χάνομαι. Κι ανεβαίνω ψηλά. Στους τάφους των Βενιζέλων. Ολη η πόλη μπροστά μου, χωρίς τον ήχο της. Να μη βλέπω κομματικές εφημερίδες να μοιράζουν ελληνικές σημαίες. Στην επόμενη εθνική εορτή, πιθανά ο εθνικός μας ύμνος θα κυκλοφορήσει σε cd. Και μάλιστα σε extended remix. Κλείνω τα αφτιά στον ήχο ακριβοπληρωμένων αρμάτων που γεμίζουν συμμαχικά ευρωπαϊκά ταμεία. Αδιαφορώ για καλοστοιχισμένες αράδες. Για την αποτελεσματικότητα και το διευρυμένο βεληνεκές νέων δανεικών οπλικών συστημάτων. Δεν αντέχω να ακούσω για άλλη μια φορά στοιχεία για το «ετοιμοπόλεμο», το «υψηλό φρόνημα» και το «βαθύ αίσθημα ευθύνης». Οχι γιατί δεν υπάρχουν, αλλά γιατί έχω βαρεθεί να πουλιούνται μια δυο φορές τον χρόνο σαν προϊόντα της μοναδικής δυτικής χώρας που επιμένει να κάνει παρελάσεις, ενώ καλά - καλά δεν γνωρίζει προς τα που βαδίζει.
Φτιάχνω τη δική μου παρέλαση. Στην κεφαλή, ειδικό άγημα συνταξιούχων. Τιμημένη τρίτη ηλικία. Υποτιμημένα επιδόματα. Ανάπηροι πολέμου και ανάπηρες συντάξεις. Οι άνθρωποι που αποτέλεσαν κάποτε την εργατική ραχοκοκκαλιά τόσο της χώρας μας όσο και της ίδιας της Γερμανίας στη δεκαετία του ’60. Οι άνθρωποι που δημιουργούν ατέλειωτες ουρές σε διαδρόμους αγενών ασφαλιστικών ταμείων. Που ζουν με το όνειρο χαμηλής συμμετοχής σε συνταγογραφήσεις. Που αγωνιούν σε «ευάερους» θαλάμους κακοσυντηρημένων Νοσοκομείων. Στη δική μου παρέλαση, αυτοί παρελαύνουν πρώτοι. Με σταθερό βήμα.
Ακολουθούν οι μαθητές. «Παιδιά, της Ελλάδος παιδιά. Που σκληρά πολεμάτε... με τα κινητά». Παιδιά χωρίς βιβλία. Με το «σύστημα» να τους βοηθά μόνο για την ενεργοποίηση της υπηρεσίας facebook, κρατώντας τους μακριά από κάθε σύγχρονη εκπαιδευτική εξέλιξη. Με μαλλί βρεγμένο από ζελέ και βλέμμα ευθυτενές προς ένα μέλλον στεγνό. Ωραίοι, νέοι κι ατυχείς. Η γενιά που δεν έζησε Χούντες, δεν έφτιαξε Πολυτεχνεία, δεν γνώρισε δραχμή και καλείται να ζήσει το πιο σκληρό πρόσωπο του ευρώ.
Ακολουθούν εργάτες και αγρότες. Οι Ελληνες που δεν έκλεψαν και δεν «συνέφαγαν», αλλά συνεχίζουν να μένουν στο περιθώριο μιας κοινωνίας που βρίσκει υψηλές θέσεις μόνο σε ό,τι χαμηλό και ποταπό έχει να επιδείξει τούτος ο τόπος. Οι νέοι, που παρόλο το χάος, έχουν τη δύναμη και το χαμόγελο να φτιάχνουν οικογένειες και να φέρνουν στον κόσμο παιδιά χρεωμένα από κούνια.
Η δική μου παρέλαση, δεν κάνει θόρυβο. Δεν αφήνει πίσω της χαρτούρα. Δεν κλείνει τους δρόμους ούτε γεμίζει τα στενά με φιλαρμονικές διεκδικήσεις της Ελληνικότητας της Μακεδονίας. Αυτή η παρέλαση, η δική μου, μου θυμίζει την πίκρα του ’22, τα δάκρυα της επταετίας και της Κύπρου, τη βαριά μυρωδιά των σκανδάλων, την αμηχανία των Ιμίων. Μου τα θυμίζει όλα με ένα τρόπο λυτρωτικό. Ετσι όπως λυτρωτικό είναι που βλέπω την πόλη από ψηλά.
Βαρέθηκα τα ισόγεια της διπλωματίας. Και πολύ περισσότερο, τα υπόγεια της πολιτικής. Που μίκρυναν πια τόσο. Και δεν χωρούν ούτε το ανάστημα ούτε τα «Οχι» μας.
*ankaz2011@hotmail.com
(Αναδημοσίευση από Χανιώτικα νέα - 28/10/2011)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου