Πως ξεκίνησε η ιδέα το νέο σου βιβλίο να αφορά την ιστορία του ναυαγίου του “Ηράκλειον”; Ποια ήταν τα ερεθίσματα;
Ως μια μακρινή ανάμνηση από τα παιδικά μου χρόνια μου έρχονται στο μυαλό οι επισκέψεις που κάναμε με τους γονείς μου σε μια «θεία» όπως την αποκαλούσε ο πατέρας μου. Στο παλιό χαμόσπιτο, που αχνά μου έρχεται στη μνήμη, θυμάμαι τη λύπη και την απόγνωση στο πρόσωπό της γυναίκας εκείνης, καθώς και τις τρεις φωτογραφίες πίσω από ένα μονίμως αναμμένο καντήλι. Ο άντρας, ο γιος και ο αδελφός. Τρεις άντρες χαμένοι, τρεις άντρες που ποτέ δεν έθαψε μα παντοτινά θρηνούσε ψιθυρίζοντας μια λέξη που ίσα ίσα ακουγότανε: “Φαλκονέρα”. Μια λέξη που μόλις τολμούσε να ξεπροβάλει από τα χείλη έκανε τα μάτια των μεγάλων να φουσκώνουν κι εμένα να παρατηρώ σιωπηλά εκείνο το δράμα που δεν γνώριζα για ποιο λόγο παιζόταν. Μεγαλώνοντας έμαθα. Έμαθα και να πονάω για τον χαμό και το άδικο, σαν να είχα χάσει κάποιον δικό μου άνθρωπο της καρδιάς.
Οπως διαβάζουμε στο εξώφυλλο, είναι μυθιστόρημα βασισμένο σε πραγματικά γεγονότα. Χρειάστηκε μεγάλη έρευνα πριν αρχίσεις τη συγγραφή;
Τα πραγματικά γεγονότα είναι φυσικά το τραγικό ναυάγιο του Ηράκλειον στη Φαλκονέρα, που λειτουργεί ως καμβάς στη βασική ιστορία που είναι μυθοπλασία. Μπαίνοντας στη διαδικασία να συλλέξω πληροφορίες από αυτό το τραγικό ναυάγιο ανακάλυπτα ολοένα και περισσότερα στοιχεία που φέροντάς με κοντά στην αλήθεια, μου προκαλούσαν δεκάδες συναισθήματα. Κατά κάποιον τρόπο ένιωθα χρέος απέναντι στον εαυτό μου να γράψω αυτό το βιβλίο. Είχα όλα αυτά τα συναισθήματα που φούντωναν και μου θύμιζαν εκείνο το δάκρυ στα μάτια της γυναίκας, που μπορεί το πρόσωπό της να έχει ξεχαστεί από τη μνήμη μου, αλλά δεν θα ξεχαστεί ποτέ η θλίψη της. Μίλησα με ανθρώπους που έζησαν από κοντά όλη αυτή τη διαδικασία. Με ναυαγούς, με διασώστες, με δημοσιογράφους που έκαναν ρεπορτάζ εκείνη την εποχή, αλλά σκάλισα και αρχεία, εφημερίδες, δικογραφίες και πολλά ακόμα άλλα που με γέμισαν δύναμη και ενθουσιασμό για να προχωρήσω.
Πώς, λοιπόν, περιπλέκεται ο μύθος με την πραγματικότητα στο βιβλίο;
Το δύσκολο ήταν να απεμπλακώ από τα γεγονότα και να τα πλέξω με τον μύθο, με τη δική μου ιστορία. Όταν το κατάφερα αυτό, όλα έγιναν πολύ εύκολα και η μυθοπλασία συντέκνιασε με την πραγματικότητα, με τον τρόπο που θα δει ο αναγνώστης μέσα στις σελίδες του «Ναυαγίου».
Πώς βλέπεις τον χώρο του βιβλίου στην εποχή του διαδικτύου; Εξακολουθεί να “μαγεύει” το χαρτί;
Έχω την αίσθηση ότι όσο κι αν προχωράει η τεχνολογία και το διαδίκτυο γίνεται όλο και περισσότερο μέρος της ζωής μας, το χαρτί, το βιβλίο, δεν θα χάσει ποτέ την αίγλη του. Είναι οι αισθήσεις που παίζουν ρόλο. Η αφή, η όσφρηση, η ακοή, η όραση. Όλα μοιάζουν σαγηνευτικά όταν υπάρχει η φυσική απλότητα του χαρτιού.
Θύμισέ μας πως έγινε η αρχή για να γράφεις και να ακολουθήσεις μια λαμπρή πορεία στο χώρο του βιβλίου;
Όλα ξεκίνησαν πριν από δέκα, δώδεκα χρόνια όταν σκέφτηκα να φτιάξω μια ιστορία για να «μιλήσω» στα παιδιά μου για τη διαφορετικότητα, αφού ένα ξαδελφάκι τους κινείτο στο φάσμα του αυτισμού.
Έτσι δημιούργησα έναν μικρό δράκο που αντί να πετάει φωτιές από το στόμα του έβγαζε μπουρμπουλήθρες.
Ο “Δράκος Μπουρμπουλήθρας” λοιπόν έγινε ένας ήρωας που τον αγάπησαν πολύ. Κατόπιν με την παρακίνηση της συντρόφου μου ξεκίνησα να γράφω την εφηβική περιπέτεια και Χανιώτικη ιστορία “Στα χνάρια του Κουρσάρου Μπαρμπαρόσα” και το νερό στο αυλάκι πια είχε μπει καθώς αμέσως ακολουθεί και “Το Παράθυρο της Νεφέλης” που μου δίνει ώθηση για τη συνέχεια, έχοντας δίπλα μου βέβαια και τις εκδόσεις Μίνωας να συνδράμουν με το μεράκι και την εμπειρία τους.
Τα τελευταία θέματά σου αφορούν την Κρήτη. Τώρα “Το Ναυάγιο” ενώ πριν ήταν ο “Σασμός”. Τα επόμενα βήματά σου;
Ο «Σασμός» είναι γεμάτος από την ψυχή της Κρήτης. Την αγνή, την αληθινή. «Το ναυάγιο» όμως παρότι το θέμα του μοιάζει καθαρά κρητική υπόθεση, εγώ επέλεξα τους κεντρικούς μου ήρωες να τους φέρω από τα Κύθηρα. Βέβαια ανάμεσα σε αυτά τα δύο μυθιστορήματα μεσολάβησε και «Η νύχτα της αλήθειας» όπου το νησί μας δεν αναφέρεται καθόλου… Στα επόμενα βήματα τώρα, περιμένω με αγωνία ένα μουσικό βιβλίο, αυτή τη φορά για παιδιά προσχολικής ηλικίας και την επανέκδοση του τέταρτου μυθιστορήματός μου που έχει τον τίτλο “Το τελευταίο δαχτυλίδι” που θα κυκλοφορήσουν το ερχόμενο φθινόπωρο. Την ίδια εποχή που θα βγει και στους τηλεοπτικούς δέκτες από τη συχνότητα του ALPHA η διασκευή του μυθιστορήματός μου “Σασμός”.
Ο τόπος καταγωγής σου είναι τα Χανιά. Τι ξεχωρίζεις στα δικά σου Χανιά;
Τα Χανιά δεν είναι απλά ο τόπος καταγωγής μου, είναι οι πιο ακριβές μου αναμνήσεις. Όπως είναι και το Ρέθυμνο. Είναι η βόλτα στο λιμάνι, τα χρώματα από τα γεράνια στην παλιά πόλη, ο ήχος από τους τροχούς στα μαχαιράδικα, το: «Έλα να κεράσομε μια…».
Είναι η αύρα του ηλιοβασιλέματος πίσω από τη Γραμπούσα, το φως του Χειμώνα στα Λευκά Όρη, μια μαντινάδα στο πόδι, οι ανοιχτές πόρτες, ο τάφος του πατέρα μου, η θάλασσα της μάνας μου, ο Παναγιώτης, η Άννα η αδελφή μου, δυο τρεις καλοί φίλοι.
Πού να χωρέσει μια εφημερίδα αγαπητέ μου Γιάννη για να σου πω τι είναι για μένα τα Χανιά. Θέλω όχι μόνο ένα, αλλά πολλά βιβλία για να τα χωρέσω.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΥΒΙΑΚΗΣ
(Χανιώτικα νέα - Διαδρομές - 24/4/2021)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου