Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012

Συνάντηση με τον Αλέξανδρο

Γράφει ο Ανέστης Καζάζης
ankaz2012@hotmail.com

...για το «μάταιον, το συνθηματικόν και αγοραίον πάσης ανθρώπινης αξίας».
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης 5 Μαρτίου 1851 - 10 Ιανουαρίου 1911


Δεν κάνει τόσο κρύο. Αδικαιολόγητος ο ανασηκωμένος γιακάς. Χέρια σε τσέπες. Γροθιές. Όταν καταφέρνω και λύνω τον κόμπο των αρθρώσεων, το σώμα ανοίγει. Βρίσκει το ύψος του. Για λιγοστά βήματα μόνο. Όταν δεν έχεις συγκεκριμένο προορισμό, το κρύο δαγκώνει αυτή σου την άγνοια.
Κοιτάζω την ταμπέλα. "Καφενείο Η Στροφή". Πλαγιαστά γράμματα. Με πρόθεση διαφυγής από νοητές γραμμές. Να στρίψουν σε άλλα στενά. Σε άλλες παραγράφους ανέκδοτων κειμένων. Κοιτάζω πίσω μου. Στροφή πουθενά. Στενό, σαν τα πολλά. Αλλά στροφή, δεν υπάρχει. Ίσως παλιά. Ίσως σε κάποιο άλλο σημείο, το καφενείο του τώρα. Ονομασία που μεταφέρθηκε. Μετακόμιση μνήμης. Δικαιολογώ την ονομασία, χωρίς κανένας να ζητά την άποψή μου. Έτσι. Στα πεταχτά. Ερώτηση κι απάντηση το ίδιο αυθαίρετες.
Ήχος πόρτας που ανοίγει. Σύμβαση εισόδου. Νέο πρόσωπο δηλώνει παρουσία. Εγώ. Μάτια που ανασηκώνονται. Αυτοί. Όσος χρόνος απαιτείται για να ταξιδέψουν από τραπέζια, κούπες, χαρτιά και καπνίζοντα τσιγάρα μέχρι τα δικά μου. Ύστερα, όλα γνώριμα. Πάλι τραπέζια, κούπες σε αναμονή, βεντάλιες τυχερών χαρτιών, σφηνωμένα τσιγάρα. Βρίσκω τραπέζι.
Αθόρυβα τρίβω τα χέρια μπροστά στη σόμπα, όταν τον ακούω για πρώτη φορά. Χαμηλή φωνή, αλλά βαθιά. Δεν μπορώ να διακρίνω αν μονολογεί ή αν συνεχίζει μια συζήτηση που έμεινε στην μέση. Πυκνό μούσι, σχεδόν προσεγμένο. Υποψία ιδρώτα στο μέτωπο, εκεί που τα μαλλιά καταλήγουν σε γωνία. Μακριά δάχτυλα, συγκρατούν ποτήρι. «Η ημέρα όπου συνέβη να είμαι πλούσιος» ακούγεται να λέει. Παρατήρηση που με κάνει να περιμένω την συνέχεια. Οι πιο ενδιαφέρουσες κουβέντες, είναι αυτές που δεν απευθύνονται σε σένα προσωπικά. Οι πιο μεστές συζητήσεις είναι αυτές που γίνονται από αγνώστους. Για θέματα μη γνώριμα. Το άγνωστο μιας άγνωστης ζωής, μεταμορφώνεται πάντα σε ενδιαφέρον άκουσμα.
Το ούζο φτάνει στο τραπέζι μου. Με χαμόγελο. Κάτι παραπάνω από το τυπικό καλωσόρισμα ενός καινούργιου πελάτη. Με βλέμμα που αποκρυπτογραφεί το πρόσωπό μου. Με λιγοστό μεζέ, αραδιασμένο τυχαία σε λευκό πιατάκι. Επανέρχομαι. Ελαχιστοποιώ τις κινήσεις μου. Μεγιστοποιώ την προσοχή μου, προσπαθώντας παράλληλα να μην προδοθώ.
«Δεν ηξεύρω ακόμα με καθαρότητα να είπω, δια την μεγάλην ευτυχίαν που είχον να επιλεγώ από μίαν τέτοιαν γλώσσαν. Την μεγάλην ευτυχίαν να ημπορώ να σου μιλώ για τούτον τον τόπον. Όσα εδιδάχθην. Λιγοσταί προτάσεις. Εις την ελληνικήν γλώσσαν, άλλως νοούμεν, άλλως ομιλούμεν και άλλως γράφομεν. Παράδοξον ωστόσον απομένει, ότι τόσον καιρόν τούτη η χώρα απλώς και μόνον μετήλλαξεν τυράννους. Η αργία εγέννησε την πενίαν. Η πενία έτεκεν την πείναν. Η πείνα παρήγαγε την όρεξιν. Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσίαν. Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν. Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν. Ιδού η αυθεντική καταγωγή του τέρατος τούτου. Και ερωτώ: Τίς ημύνθη περί πάτρης; Και τί πταίει η γλαυξ η θρηνωδούσα επί των ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι κακοί κυβερνήται της Ελλάδος».
«Σε μένα μιλάτε;» τον ρωτώ, χωρίς να γυρίσω το κεφάλι προς το μέρος του. «Ομιλώ γενικώς. Εκτός κι εάν σεις ο ίδιος το ηθέλετε. Και τότε, ημπορούν τα όσα λέγω, σε σας να απευθύνονται και μόνον». Γυρίζω να τον αντικρίσω. Μα έχει ήδη σηκωθεί. Τον προλαβαίνω μόνο ν' αφήνει κέρματα στον πάγκο. Προσεκτικά. Αθόρυβα. «Να τον προλάβω μόνο. Αυτό. Να τον προλάβω για να μου πει τις ίδιες κουβέντες. Τις ίδιες λέξεις. Χωρίς καμία αλλαγή». Μα δεν το καταφέρνω.
«Μην δίνετε σημασία» μου λέει ο καφετζής. «Άνθρωπος μόνος, γέρος, χωρίς λεφτά. Και το ποτήρι, καλός του φίλος. Έτσι πετάει λόγια καμιά φορά κι ύστερα φεύγει. Λένε πως είναι συγγραφέας. Ξέρετε, από αυτούς που γράφουνε βιβλία. Μα όπως τον βλέπω, δεν μου γεμίζει εμένανε το μάτι. Γέρος άνθρωπος. Τι να πεις;». Δεν λέω τίποτα. Άνθρωπος κι εγώ, που του συνέβη να είναι νέος.
Βγαίνω. Κάτω ο γιακάς. Έκθετα χέρια. Γροθιές, μα έκθετα. Μπορεί να μην τον ξαναδώ. Ξέρω όμως καλά, ότι η μνήμη έχει χώρο ευρύχωρο για τις λέξεις του. Κι έτσι ανοίγω βήμα. Στο στενό. Που σχηματίζει τώρα μια ανάλαφρη στροφή. Το ούζο σκέφτομαι, προφασιζόμενος χαμόγελο.
Δεν κάνει πια τόσο κρύο.
(Αναδημοσίευση από τα Χανιώτικα νέα - 5/3/2012)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου