Του ΓΙΑΝΝΗ ΛΥΒΙΑΚΗ
Πίσω από τη βιτρίνα μιας πόλης, που επί χρόνια γεύτηκε και γεύεται τους καρπούς μιας -ως επί το πλείστον- εικονικής ευημερίας, βασισμένη σε δάνεια και πιστωτικές κάρτες, βρίσκεται ένας άλλος κόσμος, που κάποτε φαινόταν μακρινός, αλλά ολοένα και πλησιάζει τους περισσότερους. Πρόκειται για τους νεόπτωχους, τους απόρους και τους αστέγους, οι οποίοι αυξάνονται και πληθύνονται και στα Χανιά. Και πλέον δεν είναι λίγοι.
Κάποτε τις ανάγκες τους κάλυπταν τα συσσίτια που λειτουργούν στην πόλη, με κύριο αυτό της Σπλάντζιας. Τώρα, ούτε αυτά δεν επαρκούν, παρά το ό,τι αυξάνουν τις μερίδες φαγητού και υποστηρίζουν εκατοντάδες ανθρώπους. Κάποιοι πλέον περιφέρονται στις λαϊκές αγορές, όχι για να ζητήσουν χρήματα από περαστικούς, αλλά περιμένοντας μπας και πάρουν προϊόντα τρίτης διαλογής, απούλητα προϊόντα («Χανιώτικα νέα» - 8/9/2010) .
Ο Β. είναι ένας από τους αστέγους της πόλης. Είναι πολίτης χωρίς πόλη. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βόρεια Ελλάδα και η μοίρα τον έφερε στα Χανιά. Σπίτι του είναι ο δρόμος. Κοιμάται σε ένα αυτοσχέδιο «σπίτι» από κούτες και χαρτόνια με τα οποία το έχει δημιουργήσει. Η υγρασία και το κρύο τον «τρώνε» κάθε νύχτα, αλλά δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά…
Την ίδια ώρα, η Πολιτεία αδυνατεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Οι διάφοροι τεχνοκράτες, με προεξάρχοντες αυτούς των Βρυξελλών, έχουν μάθει να βλέπουν την οικονομία με βάση τους δείκτες και όχι τις πραγματικές ανάγκες των πολλών ανθρώπων. Δεν θέλουν -φαίνεται- να παραδεχτούν ότι η κοινωνία πια είναι σαν ένα καζάνι που βράζει, έτοιμο να εκραγεί. Κι αν εκραγεί...
Πίσω από τη βιτρίνα μιας πόλης, που επί χρόνια γεύτηκε και γεύεται τους καρπούς μιας -ως επί το πλείστον- εικονικής ευημερίας, βασισμένη σε δάνεια και πιστωτικές κάρτες, βρίσκεται ένας άλλος κόσμος, που κάποτε φαινόταν μακρινός, αλλά ολοένα και πλησιάζει τους περισσότερους. Πρόκειται για τους νεόπτωχους, τους απόρους και τους αστέγους, οι οποίοι αυξάνονται και πληθύνονται και στα Χανιά. Και πλέον δεν είναι λίγοι.
Κάποτε τις ανάγκες τους κάλυπταν τα συσσίτια που λειτουργούν στην πόλη, με κύριο αυτό της Σπλάντζιας. Τώρα, ούτε αυτά δεν επαρκούν, παρά το ό,τι αυξάνουν τις μερίδες φαγητού και υποστηρίζουν εκατοντάδες ανθρώπους. Κάποιοι πλέον περιφέρονται στις λαϊκές αγορές, όχι για να ζητήσουν χρήματα από περαστικούς, αλλά περιμένοντας μπας και πάρουν προϊόντα τρίτης διαλογής, απούλητα προϊόντα («Χανιώτικα νέα» - 8/9/2010) .
Ο Β. είναι ένας από τους αστέγους της πόλης. Είναι πολίτης χωρίς πόλη. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βόρεια Ελλάδα και η μοίρα τον έφερε στα Χανιά. Σπίτι του είναι ο δρόμος. Κοιμάται σε ένα αυτοσχέδιο «σπίτι» από κούτες και χαρτόνια με τα οποία το έχει δημιουργήσει. Η υγρασία και το κρύο τον «τρώνε» κάθε νύχτα, αλλά δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά…
Την ίδια ώρα, η Πολιτεία αδυνατεί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Οι διάφοροι τεχνοκράτες, με προεξάρχοντες αυτούς των Βρυξελλών, έχουν μάθει να βλέπουν την οικονομία με βάση τους δείκτες και όχι τις πραγματικές ανάγκες των πολλών ανθρώπων. Δεν θέλουν -φαίνεται- να παραδεχτούν ότι η κοινωνία πια είναι σαν ένα καζάνι που βράζει, έτοιμο να εκραγεί. Κι αν εκραγεί...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου