Της ΕΛΕΝΗΣ ΦΟΥΝΤΟΥΛΑΚΗ
Το παλίμψηστο της παλιάς Πόλης των Χανίων, ένα “πάντρεμα” λαών και πολιτισμών βρίσκεται καλά “κρυμμένο” σε κάθε γωνιά της “παρεξηγημένης” βορειανατολικής Σπλάντζιας που για πολλούς Χανιώτες ακόμη και σήμερα παραμένει άγνωστη και ανεξερεύνητη.
Ακριβώς πίσω από την εκκλησία του Αγ. Νικολάου, σε μια διαδρομή που οδηγεί στην παλιά Σταφιδική της οδού Καλλεργών και εκτείνεται μέχρι την οδό Μίνωος, ο επισκέπτης ανακαλύπτει στενά σοκάκια που θυμίζουν κάτι από Βενετία τα οποία όποιος τα περιδιαβεί με προσοχή ανακαλύπτει έναν μαγευτικό “δαίδαλο” από βενετικές γειτονιές, τούρκικους μαχαλάδες και “θαμμένα” τζαμιά. Αυλές γεμάτες πορτοκαλιές και τριανταφυλλιές, ερειπωμένα κτήρια αναγεννησιακού ρυθμού που την ιστορία τους μαρτυρούν μόνο μικρές λεπτομέρειες πάνω στις “φαγωμένες” από το χρόνο και την ανθρώπινη παρέμβαση πέτρες.
Μοναδικά χαρακτηριστικά της Παλιάς Πόλης, ενός μνημείου με παγκόσμια αναγνωρισμένη ιστορική και πολιτισμική, που έχουν δεχθεί πολυάριθμες παρεμβάσεις ή αλλοιώσεις στο πέρασμα του χρόνου, κι όμως διατηρούν ακόμη κάτι από τη γοητεία τους.
Εκεί στα στενά που οδηγούν τον ανυποψίαστο διαβάτη σε μικρές πλατείες με ερειπωμένα βενετικά σπίτια κι ανθισμένους μπαξέδες, μπορεί ακόμη και σήμερα κανείς να συναντήσει ηλικιωμένες γυναίκες πολλές από τις οποίες έχουν καταγωγή από τη Μικρασία να βεγγερίζουν, το απόβραδο.
Αυτές μας μιλούν για άλλες εποχές, στις παλιές γειτονιές, όταν δεκάδες παιδιά έτρεχαν στους δρόμους, όταν οι πόρτες των σπιτιών δεν έκλειναν ποτέ και στήνονταν ολόκληρα τραπέζια με ρεφενέ από κάθε σπίτι.
Η 79χρονη κα Ευμορφία γεννήθηκε σε αυτήν την περιοχή όταν οι γονείς της ήρθαν από τη Σμύρνη μαζί με τα οκτώ αδέρφια της…
«Εδώ άνοιξα τα μάτια μου, σε αυτήν τη γειτονιά πέρασα τα παιδικά μου χρόνια. Φτωχικά χρόνια αλλά υπήρχε αγάπη, φιλία. Σε αυτά τα στενά υπήρχε κάποτε ζωή, πολύς κόσμος, δεκάδες παιδιά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Μέχρι το 1970 που οι άνθρωποι άρχισαν να μεταναστεύουν σε άλλους τόπους» σημειώνει.
«Εδώ, κόρη μου, κάποτε κάθε σπίτι είχε 4-5 παιδιά» μας λέει η 74χρονη κα Γεωργία που γεννήθηκε στην ίδια περιοχή και έξω από το σπίτι της διατηρεί έναν πολύχρωμο κήπο με τριανταφυλλιές, μαργαρίτες και δυο παγκάκια στη άκρη για τους επισκέπτες. «Εδώ κάθε βράδυ βεγγερίζαμε, κάναμε γιορτές, τραπέζια, τους Κληδόνους, τους Μάηδες “πηδούσαμε” από τις φωτιές. Υπήρχαν πολλοί άνθρωποι και ήμασταν όλοι αγαπημένοι. Δεν υπήρχε, κόρη μου, κακία, δεν είχαμε διαφορές μεταξύ μας. Βάζαμε ένα “νταβά” και στρώναμε πάνω ό,τι φαγητό είχε ο καθένας και τα παιδιά παίζανε δίπλα. Ηταν φτώχεια αλλά υπήρχε αγάπη. Υπήρχε επικοινωνία. Νοιαζόταν ο ένας για τον άλλον, αν ο ένας πάθαινε κάτι, ο άλλος θα προσέτρεχε δίπλα του».
«Σήμερα φύγαν οι άνθρωποι, μας φέραν τις τηλεοράσεις και μας “βάλανε” στα κλουβιά. Εφυγαν οι νέοι, μείνανε οι γέροι και σχεδόν όλα τα σπίτια της γειτονιάς είναι κλειστά. Μόνο μια-δυο οικογένειες μείναμε…» προσθέτει η κα Ευμορφία που παραπονιέται πως η γειτονιά έχει ξεχαστεί από την Πολιτεία και μιλά για ηχορύπανση, παραβατικότητα, ακαθαρσία και φόβο. «Μας διαρρήξανε, μας ξανα- διαρρήξανε, αλλά αστυνόμευση δεν υπάρχει. Κι αυτό μας ανάγκασε να βάλουμε σίδερα στα παράθυρά μας».
ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΣΤΑ ΧΑΛΑΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΝΕΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΓΕΙΤΟΝΙΩΝ
Γέννημα θρέμμα της Σπλάντζιας και ο Χανιώτης ηθοποιός Λευτέρης Μποτωνάκης καθώς ο πατέρας του διατηρούσε για πολλά χρόνια μπακάλικο στη γραφική πλατεία, μάς ξεναγεί μέσα από τα στενά δρομάκια, με τα μικροσκοπικά φτωχόσπιτα, τους εξώστες και τις παλιές αλάνες που κάποτε γέμιζαν παρτέρια με λουλούδια. Ανάμεσα στους ασπρισμένους τοίχους να ξεχωρίζει ένα τούβλινο τόξο ενετικού σπιτιού ή ένα πέτρινο θεμέλιο, δίπλα στις γλάστρες με τα γεράνια, θυμάται να παίζει ως παιδί αφού εκεί γεννήθηκε τη δεκαετία του 1940. «Εδώ μεγάλωσα, εδώ έζησα μέχρι το 1974. Θυμάμαι όταν ήμουν παιδί η μητέρα μου φώναζε να μην μπαίνω μες στα στενά γιατί εκεί, έλεγε, “πάνε οι αλήτες”. Υπήρχε αυτή η προκατάληψη εκείνη την εποχή, επειδή ήτανε φτωχογειτονιά, την έβλεπε ο κόσμος με ένα μάτι περίεργο, ίσως επειδή και πιο κάτω υπήρχαν οι οίκοι ανοχής. Όμως υπήρχε αυτό το ανθρώπινο στοιχείο της γειτονιάς καθώς οι γειτόνοι ήταν ως επί το πλείστον όλοι Μικρασιάτες. Υπήρχε μια σύμπνοια, φιλία και αλληλεγγύη. Εχω μνήμες από τις γιαγιάδες να κάθονται στα κατώφλια να πλέκουν και να βεγγερίζουν μέχρι το βράδυ. Η μια να βοηθάει την άλλη. Τα παιδιά να παίζουνε στην πλατεία. Και εννοείται πως δεν υπήρχαν κλειδιά στις πόρτες, με ένα συρματάκι μόνο κλείνανε. Υπήρχε μια άλλη ατμόσφαιρα στις γειτονιές της Σπλάντζιας, και αυτό το χρώμα διατηρείται μετά από χρόνια, παρά τις επιρροές που έχει δεχτεί» μας λέει και συμπληρώνει ότι «κάποτε, εδώ στους τουρκομαχαλάδες ήταν η πιο πυκνοκατοικημένη γειτονιά της πόλης. Διότι με την ανταλλαγή ήρθαν και κατοίκησαν δεκάδες Μικρασιάτες. Ήταν τούρκικες γειτονιές και πριν από αυτές ήταν βενετσιάνικες. Επειτα ως παιδί θυμάμαι ότι μέχρι τη δεκαετία του ’60 υπήρχαν χαλάσματα από την Κατοχή και παίζαμε μέσα στα χαλάσματα και τους γκρεμισμένους τοίχους. Κάποτε υπήρχε άλλη ζωντάνια στις αλάνες και στις μικρές πλατείες πίσω από την εκκλησία του Αγ. Νικολάου».
“ΠΡΟΣΟΧΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ”
Στις ίδιες αλάνες έπαιζε ως παιδί και ο κ. Γιάννης που συναντάμε στη διαδρομή και μας μίλησε για αυτή τη πλευρά η οποία αν κάποτε θεωρούνταν υποβαθμισμένη και κακόφημη, έχει τη δική της ιστορία και συμμετοχή στην ανάπτυξη της πόλης. «Γεννημένος το 1945 εδώ στα στενά της Σπλάντζιας, θυμάμαι ότι σε κάθε σπίτι οικογένειας με παιδιά που συνόρευε με την οδό Μίνωος υπήρχε μια ταμπέλα που έγραφε “Προσοχή οικογένεια”. Όσοι μένανε μέσα στα στενά επειδή υπήρχαν οίκοι ανοχής ήθελαν να μην ενοχλούν τα σπίτια με τις οικογένειες τους. Φαντάζεσαι 2.000 Αμερικανούς ναύτες να ξεμπαρκάρουν όταν έφτανε το καράβι και να έρχονται στην περιοχή της οδού Μίνωος; Οπότε επειδή δεν ήξεραν πού ήταν οι οίκοι ανοχής, αναγκάζονταν και βάζανε ταμπέλες έξω από τα σπίτια τους που στα αγγλικά έγραφαν “Family!”. Εδώ κάποτε υπήρχαν πολλά παιδιά. Η Σπλάντζια ηταν “παιδούπολη”. Ήταν φτωχολογιά, προσφυγιά και κάθε οικογένεια είχε πολλά παιδιά. Η γιαγιά μου ήρθε εδώ το ’22 από τη Σμύρνη, σε εποχές μεγάλης φτώχειας αλλά όλοι ήταν αγαπημένοι στη γειτονιά. Κάθε βράδυ γινόταν ρεφενές και ό,τι φαγητό είχε κάθε οικογένεια το μοιράζονταν. Ακόμη, πάντοτε στη Σπλάντζια μας βλέπανε σαν γκέτο. Υπήρχαν πρόσφυγες και βέβαια πολλοί κομμουνιστές. Γι’ αυτό έλεγαν πως “η Σπλάντζια είναι αλητεία, όπως λέγανε επίσης και για το Κουμ-Καπί και τη Νέα Χώρα. Εμείς λατρεύουμε αυτή τη γειτονιά. Εδώ ανατραφήκαμε, εδώ γαλουχηθήκαμε… Ακόμη και σήμερα εδώ υπάρχει γειτονία και αγάπη μεταξύ των γειτόνων παρά τις όποιες διαφορές. H βόλτα στη Σπλάντζια είναι λιγότερο γνωστή από τις πιο τουριστικές διαδρομές στον Τοπανά, αλλά ακόμη και σήμερα είναι πολύ όμορφη και αυθεντική» μας είπε ο κ. Γιάννης.
ΤΟ “ΚΡΥΜΜΕΝΟ” ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΟ
Ανάμεσα στα ερείπια της βορειανατολικής Σπλάντζιας, στα μισογκρεμισμένα τείχη και σωριασμένα τούβλα πάντα αναδεικνύεται το ιστορικό παλίμψηστο που κρύβουν οι μοναδικής αρχιτεκτονικής λεπτομέρειες.
Στις λεπτομέρειές αυτές μας περιήγησε με πολύ μεράκι σε έναν πρωινό περίπατο ο ιστορικός ερευνητής Μανώλης Μανούσακας, γνώστης και μελετητής της ιστορίας της παλιάς πόλης.
«Στην Σπλάντζια διατηρείται έντονα ένα μέρος του παλίμψηστου της πόλης. Ειδικά αυτή η περιοχή. Διότι ήταν μια περιοχή μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων ήδη από τα χρόνια των Ενετών, δηλαδή από τον 15ο αιώνα που άρχισε να δημιουργείται αυτή η γειτονιά. Συγκέντρωνε μικρομεσαία στρώματα και βιοτεχνικές δραστηριότητες Ενετών. Αυτή η χρήση συνεχίστηκε και στην Τουρκοκρατία με βιοτεχνική δραστηριότητα έως και την περιοχή των Λιβιερών (“Λιβιέρες” από το Ριβιέρα) στη παραλιακή ζώνη της βόρειας Σπλάντζιας. Σε αυτό το κομμάτι επειδή την Τουρκοκρατία εγκαταστάθηκαν σχετικά φτωχοί Μουσουλμάνοι και Αραβικής καταγωγής άνθρωποι στο βόρειο τμήμα, το ονόμαζαν και Τζετζαέρ κολού στα τουρκικά, κι εκεί στρατωνιζόταν τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας η “Αλγερινή Φρουρά”, δηλαδή Άραβες Μουσουλμάνοι στην υπηρεσία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας» ανέφερε ο κ. Μανούσακας και συνέχισε λέγοντας ότι: «Από την άλλη μεριά ήταν πάλι περιοχή εγκατάστασης φτωχών στρωμάτων που επειδή δεν είχαν τη δυνατότητα να αναπλάσουν και να ανακτήσουν τα σπίτια τους, διατήρησαν πολλές οικίες μικρών εισοδημάτων της Βενετοκρατίας. Αυτός είναι και ο λόγος που διατηρούνται στην περιοχή πάρα πολλά μικρά Βενετσιάνικα σπίτια που στο πέρασμα του χρόνου κατοικούνταν αμιγώς από Μουσουλμάνους που λόγω ανέχειας διατήρησαν τα κελύφη τους σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό, ακόμη και μετά τους γερμανικούς βομβαρδισμούς».
Μετά τους βομβαρδισμούς η αλλαγή του σχεδίου Δοξιάδη το ’47, άρχισε κυρίως από το συγκεκριμένο σημείο, κάτι που επηρέασε σημαντικά την εικόνα της περιοχής. «Τότε έγιναν κατεδαφίσεις ολόκληρων περιοχών και σπιτιών που είχαν μικρές ζημιές από τους βομβαρδισμούς, διανοίξεις νέων δρόμων με την εφαρμογή του λεγόμενου αναδασμού. Αυτή η κατάσταση δεν έχει επιλυθεί μέχρι σήμερα δημιουργώντας τρομερά ιδιοκτησιακά προβλήματα τα οποία εντάθηκαν όταν η παλιά πόλη ανακηρύχθηκε το 1965 σε διατηρητέο μνημείο. Το μόνο καλό είναι πως επειδή η περιοχή εγκαταλείφθηκε από τους νοικοκυραίους λόγω της κακόφημης άκρης της (οδός Μίνωος), αρκετά ιστορικά στοιχεία έχουν διατηρηθεί σχεδόν μέχρι τις μέρες μας που άρχισε η ανάπτυξη και η επανάχρηση σε ένα μεγάλο βαθμό» επεσήμανε.
Ετσι, ακόμη και σήμερα, κατηφορίζοντας από τα στενά πίσω από τον Αγ. Νικόλαο που οδηγούν στο ενετικό λιμάνι, μπορεί κανείς να δει τη Μονή του Αγ. Νικολάου των Δομηνικανών με την κρήνη όπου εκεί στεγάστηκε τον 19ο αιώνα το Δημαρχείο Χανίων πριν μεταφερθεί στην πλατεία Συντριβανίου, βενετσιάνικα σπίτια, ένα τριώροφο αναγεννησιακό κτίσμα στα τέλη του 16ου αιώνα που ήταν ενετικό μέγαρο, την πλατεία Μεϊντανάκι με τα βομβαρδισμένα κτήρια κ.ά..
(Αναδημοσίευση από τις "Διαδρομές" των "Χανιώτικων νέων" - 31/5/2014)
Link: http://www.haniotika-nea.gr/anazitontas-tin-krimmeni-omorfia-tis-palias-polis
Το παλίμψηστο της παλιάς Πόλης των Χανίων, ένα “πάντρεμα” λαών και πολιτισμών βρίσκεται καλά “κρυμμένο” σε κάθε γωνιά της “παρεξηγημένης” βορειανατολικής Σπλάντζιας που για πολλούς Χανιώτες ακόμη και σήμερα παραμένει άγνωστη και ανεξερεύνητη.
Ακριβώς πίσω από την εκκλησία του Αγ. Νικολάου, σε μια διαδρομή που οδηγεί στην παλιά Σταφιδική της οδού Καλλεργών και εκτείνεται μέχρι την οδό Μίνωος, ο επισκέπτης ανακαλύπτει στενά σοκάκια που θυμίζουν κάτι από Βενετία τα οποία όποιος τα περιδιαβεί με προσοχή ανακαλύπτει έναν μαγευτικό “δαίδαλο” από βενετικές γειτονιές, τούρκικους μαχαλάδες και “θαμμένα” τζαμιά. Αυλές γεμάτες πορτοκαλιές και τριανταφυλλιές, ερειπωμένα κτήρια αναγεννησιακού ρυθμού που την ιστορία τους μαρτυρούν μόνο μικρές λεπτομέρειες πάνω στις “φαγωμένες” από το χρόνο και την ανθρώπινη παρέμβαση πέτρες.
Μοναδικά χαρακτηριστικά της Παλιάς Πόλης, ενός μνημείου με παγκόσμια αναγνωρισμένη ιστορική και πολιτισμική, που έχουν δεχθεί πολυάριθμες παρεμβάσεις ή αλλοιώσεις στο πέρασμα του χρόνου, κι όμως διατηρούν ακόμη κάτι από τη γοητεία τους.
Εκεί στα στενά που οδηγούν τον ανυποψίαστο διαβάτη σε μικρές πλατείες με ερειπωμένα βενετικά σπίτια κι ανθισμένους μπαξέδες, μπορεί ακόμη και σήμερα κανείς να συναντήσει ηλικιωμένες γυναίκες πολλές από τις οποίες έχουν καταγωγή από τη Μικρασία να βεγγερίζουν, το απόβραδο.
Αυτές μας μιλούν για άλλες εποχές, στις παλιές γειτονιές, όταν δεκάδες παιδιά έτρεχαν στους δρόμους, όταν οι πόρτες των σπιτιών δεν έκλειναν ποτέ και στήνονταν ολόκληρα τραπέζια με ρεφενέ από κάθε σπίτι.
Η 79χρονη κα Ευμορφία γεννήθηκε σε αυτήν την περιοχή όταν οι γονείς της ήρθαν από τη Σμύρνη μαζί με τα οκτώ αδέρφια της…
«Εδώ άνοιξα τα μάτια μου, σε αυτήν τη γειτονιά πέρασα τα παιδικά μου χρόνια. Φτωχικά χρόνια αλλά υπήρχε αγάπη, φιλία. Σε αυτά τα στενά υπήρχε κάποτε ζωή, πολύς κόσμος, δεκάδες παιδιά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Μέχρι το 1970 που οι άνθρωποι άρχισαν να μεταναστεύουν σε άλλους τόπους» σημειώνει.
«Εδώ, κόρη μου, κάποτε κάθε σπίτι είχε 4-5 παιδιά» μας λέει η 74χρονη κα Γεωργία που γεννήθηκε στην ίδια περιοχή και έξω από το σπίτι της διατηρεί έναν πολύχρωμο κήπο με τριανταφυλλιές, μαργαρίτες και δυο παγκάκια στη άκρη για τους επισκέπτες. «Εδώ κάθε βράδυ βεγγερίζαμε, κάναμε γιορτές, τραπέζια, τους Κληδόνους, τους Μάηδες “πηδούσαμε” από τις φωτιές. Υπήρχαν πολλοί άνθρωποι και ήμασταν όλοι αγαπημένοι. Δεν υπήρχε, κόρη μου, κακία, δεν είχαμε διαφορές μεταξύ μας. Βάζαμε ένα “νταβά” και στρώναμε πάνω ό,τι φαγητό είχε ο καθένας και τα παιδιά παίζανε δίπλα. Ηταν φτώχεια αλλά υπήρχε αγάπη. Υπήρχε επικοινωνία. Νοιαζόταν ο ένας για τον άλλον, αν ο ένας πάθαινε κάτι, ο άλλος θα προσέτρεχε δίπλα του».
«Σήμερα φύγαν οι άνθρωποι, μας φέραν τις τηλεοράσεις και μας “βάλανε” στα κλουβιά. Εφυγαν οι νέοι, μείνανε οι γέροι και σχεδόν όλα τα σπίτια της γειτονιάς είναι κλειστά. Μόνο μια-δυο οικογένειες μείναμε…» προσθέτει η κα Ευμορφία που παραπονιέται πως η γειτονιά έχει ξεχαστεί από την Πολιτεία και μιλά για ηχορύπανση, παραβατικότητα, ακαθαρσία και φόβο. «Μας διαρρήξανε, μας ξανα- διαρρήξανε, αλλά αστυνόμευση δεν υπάρχει. Κι αυτό μας ανάγκασε να βάλουμε σίδερα στα παράθυρά μας».
ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΣΤΑ ΧΑΛΑΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΝΕΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΙΚΩΝ ΓΕΙΤΟΝΙΩΝ
Γέννημα θρέμμα της Σπλάντζιας και ο Χανιώτης ηθοποιός Λευτέρης Μποτωνάκης καθώς ο πατέρας του διατηρούσε για πολλά χρόνια μπακάλικο στη γραφική πλατεία, μάς ξεναγεί μέσα από τα στενά δρομάκια, με τα μικροσκοπικά φτωχόσπιτα, τους εξώστες και τις παλιές αλάνες που κάποτε γέμιζαν παρτέρια με λουλούδια. Ανάμεσα στους ασπρισμένους τοίχους να ξεχωρίζει ένα τούβλινο τόξο ενετικού σπιτιού ή ένα πέτρινο θεμέλιο, δίπλα στις γλάστρες με τα γεράνια, θυμάται να παίζει ως παιδί αφού εκεί γεννήθηκε τη δεκαετία του 1940. «Εδώ μεγάλωσα, εδώ έζησα μέχρι το 1974. Θυμάμαι όταν ήμουν παιδί η μητέρα μου φώναζε να μην μπαίνω μες στα στενά γιατί εκεί, έλεγε, “πάνε οι αλήτες”. Υπήρχε αυτή η προκατάληψη εκείνη την εποχή, επειδή ήτανε φτωχογειτονιά, την έβλεπε ο κόσμος με ένα μάτι περίεργο, ίσως επειδή και πιο κάτω υπήρχαν οι οίκοι ανοχής. Όμως υπήρχε αυτό το ανθρώπινο στοιχείο της γειτονιάς καθώς οι γειτόνοι ήταν ως επί το πλείστον όλοι Μικρασιάτες. Υπήρχε μια σύμπνοια, φιλία και αλληλεγγύη. Εχω μνήμες από τις γιαγιάδες να κάθονται στα κατώφλια να πλέκουν και να βεγγερίζουν μέχρι το βράδυ. Η μια να βοηθάει την άλλη. Τα παιδιά να παίζουνε στην πλατεία. Και εννοείται πως δεν υπήρχαν κλειδιά στις πόρτες, με ένα συρματάκι μόνο κλείνανε. Υπήρχε μια άλλη ατμόσφαιρα στις γειτονιές της Σπλάντζιας, και αυτό το χρώμα διατηρείται μετά από χρόνια, παρά τις επιρροές που έχει δεχτεί» μας λέει και συμπληρώνει ότι «κάποτε, εδώ στους τουρκομαχαλάδες ήταν η πιο πυκνοκατοικημένη γειτονιά της πόλης. Διότι με την ανταλλαγή ήρθαν και κατοίκησαν δεκάδες Μικρασιάτες. Ήταν τούρκικες γειτονιές και πριν από αυτές ήταν βενετσιάνικες. Επειτα ως παιδί θυμάμαι ότι μέχρι τη δεκαετία του ’60 υπήρχαν χαλάσματα από την Κατοχή και παίζαμε μέσα στα χαλάσματα και τους γκρεμισμένους τοίχους. Κάποτε υπήρχε άλλη ζωντάνια στις αλάνες και στις μικρές πλατείες πίσω από την εκκλησία του Αγ. Νικολάου».
“ΠΡΟΣΟΧΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ”
Στις ίδιες αλάνες έπαιζε ως παιδί και ο κ. Γιάννης που συναντάμε στη διαδρομή και μας μίλησε για αυτή τη πλευρά η οποία αν κάποτε θεωρούνταν υποβαθμισμένη και κακόφημη, έχει τη δική της ιστορία και συμμετοχή στην ανάπτυξη της πόλης. «Γεννημένος το 1945 εδώ στα στενά της Σπλάντζιας, θυμάμαι ότι σε κάθε σπίτι οικογένειας με παιδιά που συνόρευε με την οδό Μίνωος υπήρχε μια ταμπέλα που έγραφε “Προσοχή οικογένεια”. Όσοι μένανε μέσα στα στενά επειδή υπήρχαν οίκοι ανοχής ήθελαν να μην ενοχλούν τα σπίτια με τις οικογένειες τους. Φαντάζεσαι 2.000 Αμερικανούς ναύτες να ξεμπαρκάρουν όταν έφτανε το καράβι και να έρχονται στην περιοχή της οδού Μίνωος; Οπότε επειδή δεν ήξεραν πού ήταν οι οίκοι ανοχής, αναγκάζονταν και βάζανε ταμπέλες έξω από τα σπίτια τους που στα αγγλικά έγραφαν “Family!”. Εδώ κάποτε υπήρχαν πολλά παιδιά. Η Σπλάντζια ηταν “παιδούπολη”. Ήταν φτωχολογιά, προσφυγιά και κάθε οικογένεια είχε πολλά παιδιά. Η γιαγιά μου ήρθε εδώ το ’22 από τη Σμύρνη, σε εποχές μεγάλης φτώχειας αλλά όλοι ήταν αγαπημένοι στη γειτονιά. Κάθε βράδυ γινόταν ρεφενές και ό,τι φαγητό είχε κάθε οικογένεια το μοιράζονταν. Ακόμη, πάντοτε στη Σπλάντζια μας βλέπανε σαν γκέτο. Υπήρχαν πρόσφυγες και βέβαια πολλοί κομμουνιστές. Γι’ αυτό έλεγαν πως “η Σπλάντζια είναι αλητεία, όπως λέγανε επίσης και για το Κουμ-Καπί και τη Νέα Χώρα. Εμείς λατρεύουμε αυτή τη γειτονιά. Εδώ ανατραφήκαμε, εδώ γαλουχηθήκαμε… Ακόμη και σήμερα εδώ υπάρχει γειτονία και αγάπη μεταξύ των γειτόνων παρά τις όποιες διαφορές. H βόλτα στη Σπλάντζια είναι λιγότερο γνωστή από τις πιο τουριστικές διαδρομές στον Τοπανά, αλλά ακόμη και σήμερα είναι πολύ όμορφη και αυθεντική» μας είπε ο κ. Γιάννης.
ΤΟ “ΚΡΥΜΜΕΝΟ” ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΑΛΙΜΨΗΣΤΟ
Ανάμεσα στα ερείπια της βορειανατολικής Σπλάντζιας, στα μισογκρεμισμένα τείχη και σωριασμένα τούβλα πάντα αναδεικνύεται το ιστορικό παλίμψηστο που κρύβουν οι μοναδικής αρχιτεκτονικής λεπτομέρειες.
Στις λεπτομέρειές αυτές μας περιήγησε με πολύ μεράκι σε έναν πρωινό περίπατο ο ιστορικός ερευνητής Μανώλης Μανούσακας, γνώστης και μελετητής της ιστορίας της παλιάς πόλης.
«Στην Σπλάντζια διατηρείται έντονα ένα μέρος του παλίμψηστου της πόλης. Ειδικά αυτή η περιοχή. Διότι ήταν μια περιοχή μεσαίων και χαμηλών στρωμάτων ήδη από τα χρόνια των Ενετών, δηλαδή από τον 15ο αιώνα που άρχισε να δημιουργείται αυτή η γειτονιά. Συγκέντρωνε μικρομεσαία στρώματα και βιοτεχνικές δραστηριότητες Ενετών. Αυτή η χρήση συνεχίστηκε και στην Τουρκοκρατία με βιοτεχνική δραστηριότητα έως και την περιοχή των Λιβιερών (“Λιβιέρες” από το Ριβιέρα) στη παραλιακή ζώνη της βόρειας Σπλάντζιας. Σε αυτό το κομμάτι επειδή την Τουρκοκρατία εγκαταστάθηκαν σχετικά φτωχοί Μουσουλμάνοι και Αραβικής καταγωγής άνθρωποι στο βόρειο τμήμα, το ονόμαζαν και Τζετζαέρ κολού στα τουρκικά, κι εκεί στρατωνιζόταν τους πρώτους αιώνες της τουρκοκρατίας η “Αλγερινή Φρουρά”, δηλαδή Άραβες Μουσουλμάνοι στην υπηρεσία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας» ανέφερε ο κ. Μανούσακας και συνέχισε λέγοντας ότι: «Από την άλλη μεριά ήταν πάλι περιοχή εγκατάστασης φτωχών στρωμάτων που επειδή δεν είχαν τη δυνατότητα να αναπλάσουν και να ανακτήσουν τα σπίτια τους, διατήρησαν πολλές οικίες μικρών εισοδημάτων της Βενετοκρατίας. Αυτός είναι και ο λόγος που διατηρούνται στην περιοχή πάρα πολλά μικρά Βενετσιάνικα σπίτια που στο πέρασμα του χρόνου κατοικούνταν αμιγώς από Μουσουλμάνους που λόγω ανέχειας διατήρησαν τα κελύφη τους σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό, ακόμη και μετά τους γερμανικούς βομβαρδισμούς».
Μετά τους βομβαρδισμούς η αλλαγή του σχεδίου Δοξιάδη το ’47, άρχισε κυρίως από το συγκεκριμένο σημείο, κάτι που επηρέασε σημαντικά την εικόνα της περιοχής. «Τότε έγιναν κατεδαφίσεις ολόκληρων περιοχών και σπιτιών που είχαν μικρές ζημιές από τους βομβαρδισμούς, διανοίξεις νέων δρόμων με την εφαρμογή του λεγόμενου αναδασμού. Αυτή η κατάσταση δεν έχει επιλυθεί μέχρι σήμερα δημιουργώντας τρομερά ιδιοκτησιακά προβλήματα τα οποία εντάθηκαν όταν η παλιά πόλη ανακηρύχθηκε το 1965 σε διατηρητέο μνημείο. Το μόνο καλό είναι πως επειδή η περιοχή εγκαταλείφθηκε από τους νοικοκυραίους λόγω της κακόφημης άκρης της (οδός Μίνωος), αρκετά ιστορικά στοιχεία έχουν διατηρηθεί σχεδόν μέχρι τις μέρες μας που άρχισε η ανάπτυξη και η επανάχρηση σε ένα μεγάλο βαθμό» επεσήμανε.
Ετσι, ακόμη και σήμερα, κατηφορίζοντας από τα στενά πίσω από τον Αγ. Νικόλαο που οδηγούν στο ενετικό λιμάνι, μπορεί κανείς να δει τη Μονή του Αγ. Νικολάου των Δομηνικανών με την κρήνη όπου εκεί στεγάστηκε τον 19ο αιώνα το Δημαρχείο Χανίων πριν μεταφερθεί στην πλατεία Συντριβανίου, βενετσιάνικα σπίτια, ένα τριώροφο αναγεννησιακό κτίσμα στα τέλη του 16ου αιώνα που ήταν ενετικό μέγαρο, την πλατεία Μεϊντανάκι με τα βομβαρδισμένα κτήρια κ.ά..
(Αναδημοσίευση από τις "Διαδρομές" των "Χανιώτικων νέων" - 31/5/2014)
Link: http://www.haniotika-nea.gr/anazitontas-tin-krimmeni-omorfia-tis-palias-polis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου